Η ωρα περασμενη στο κεντρο της αθηνας τα φωτα μοιαζουν με στολιδια ξεχασμενα, ενα αυτοκινητο περναει βιαστικα και ενα σμαρι περιστεριων ξαμολυθηκε για το κυνηγι του χαμενου θυσαυρου, λιγα ψιχουλα .. Σαν εκεινο το παιδι που θα επρεπε να κοιμαται στα ζεστα κι αυτο ψιχουλα ψαχνει, κανεναν θυσαυρο, δεν πιστευει στους θυσαυρους ,ουτε στα παραμυθια γιατι κανεις δεν του διαβασε , μονο δρακους συναντησε και σκοταδι.
Το κοιταζω απο μακρια, σβελτες κινησεις ανεβαινει στον σκουπιδοτενεκε με μαεστρια ,πηδαει εξω με λαφυρο ενα μισοτελειωμενο σαντουιτς κι ενα παπουτσι , το επεξεργαζεται και το χωνει στην μεγαλη τσαντα με τα υπολοιπα λαφυρα.
Δεν μπορεις να προσδιορισεις την ηλικια αυτων των μικρομεγαλων ηρωων που εμαθαν απτα πρωτα τους βηματα να περνουν λεωφορους και να πιανουν καλη θεση στα φαναρια, παιδια που παιζουν τους μεγαλους, παιδια που οταν τα ρωτας γιατι δεν κοιμουνται τετοια ωρα , γουρλωνουν τα τεραστια ματια τους και γελουν , γελουν παιδικα ευτυχως, αυτο δεν τους το στερησαν ..
Το αγορι μογλης σκαρφαλωσε σε ολα τα πιθανα και απιθανα μερη και πλησιασε προς το μερος μου , αντιληφθηκε το βλεμμα μου να τον ακολουθει προφανως και με απλωμενο χερι μου φωναζε απτον απεναντι δρομο
-εϊ εσυ , δωσε μου ενα ευρω , κοπελια
Καθισε διπλα μου και με κοιτουσε ολο απορια, με ρωτουσε για τα μαλλια μου, αγγιζε τις μπουκλες και του φανηκε αστειο που πανω απτα χειλη μου υπηρχε σκουλαρικι, με ρωτησε αν εχω παιδι και οταν του ειπα πως εχω, χαμογελασε και κοιταξε τα ποδαρακια του σαν να θυμηθηκε ολες τις διαδρομες που ειχαν καταφερει ετσι, ξυπολητα.
-Ποσο χρονων εισαι
-δεν ξερω
-που ειναι η μαμα σου?
-δεν ξερω.
-Δεν νυσταζεις , τετοια ωρα?
-δεν ξερω.
Του χαιδεψα τα μαλλια και ξεκαρδιστηκε, επειτα με ευχαριστησε με την τυροπιττα στο ενα χερι και την τεραστια τσαντα στο αλλο , συνεχισε να κανει αυτο που ηξερε καλυτερα, το κυνηγι του χαμενου θυσαυρου.
Απομακρυνοταν σαν κουκιδα μεστα ζαλισμενα φωτα της πολης, μιας πολης που ποτε δεν κοιμαται, λιγο πιο κατω σταματησε ενα βαν , ανοιξε την πορτα και μπηκε μεσα βιαστικα, το 8ωρο τελειωσε και ειχε ερθει η ωρα να ξεκουραστει, την επομενη μερα θα πηγαινε στα βορεια,ετσι μου ειπε, εκει εβρισκε παντα πολλα πραγματα αν ξεκινουσε νωρις.
Γυρισα στο σπιτι , αγκαλιασα τους δικους μου και προσποιηθηκα πως ολα ειναι καλα, αλλωστε ημουν σπιτι μου, εφαγα γρηγορα γρηγορα το φαγητο μου και διαβασα δυο παραμυθια στο παιδι, το στομαχι μου αρχισε να γυριζει σαν ροδα και στην θυμηση του καινουργιου φιλου μου , ξεσπασα σε κλαμματα , δεν τον χωνευα αυτον τον κοσμο.
Τον εκανα εμετο.
Leave a Reply