Τα δοκιμασαν ολα.
μεχρι να βρουν που ανηκουν, μια ζεστη γωνια να χωθουν μεσα της.
Καπνισαν τσιγαρα σε ταρατσες κοιταζωντας τα αστερια και στα βραχακια του παλιου λιμανιου χαραξαν τριπαρισμενους στιχους ,νιοβγαλτους.
Θα γυριζαν μια μερα εκει μα το κυμα ειχε ξεχασει την μορφη τους και τους εδιωξε αφριζοντας, ετσι δεν θυμηθηκαν, ουτε ειδαν πως οι στιχοι αντεξαν περισσοτερο απο εκεινους.
Επειτα χαθηκαν και οι δυο αλλαξαν πολεις , σπουδες και ταξιδια, μεταμεσονυχτια τηλεφωνηματα και συμβουλες online.
Τα δοκιμασαν ολα , τον ερωτα, την πικρα ,τα ορια τους και την υπομονη, κυριως την υπομονη.
Ολα αλλαζαν στην μικρη τους πολη, οι δρομοι μικραιναν και ποδηλατα πλυμμηριζαν τον πεζοδρομο, παγωμενα γιαουρτια παντου, παγωμενα προσωπα στο χρονο.
Η πλατεια τους υποδεχτηκε με ενα συμμετρικο πεταγμα των περιστεριων πανω απτα κεφαλια τους και εκεινοι ετρεξαν να χαθουν ο ενας στην αγκαλια του αλλου, περασαν περιπου 2 χρονια ,μετρησαν ποσες αγκαλιες τους αναλογουσαν σε σχεση με τον χρονο που τους στερησε την συντροφια του ενος στον αλλο .
Η πρωτη φορα που γνωριστηκαν ηταν στην πεμπτη δημοτικου οταν εκεινη μεταγραφη απο αλλο σχολειο εσερνε θλιμμενη την τσαντα της στο πατωμα , παρασυροντας το μολυβι του που κειτωνταν στο πατωμα μαλλον πεθαμενο απο πληξη.
Της εκανε νευμα και καθισε αδιαφορα μαζι του στο θρανιο , δεν συστηθηκαν ,ουτε ανταλλαξαν λεξη για μερες, μοναχα της χαρισε το μολυβι του που αναστηθηκε στα χερια της πλυμμηριζοντας τις λευκες του σελιδες σχεδια και λεξεις αρρηκτα συνδεδεμενες μεταξυ τους.
Ηταν μικροσκοπικη μα τα δαχτυλα της οταν ζωγραφιζε φανταζαν γιγαντια στα ματια του, θαρρεις και με αυτα τα χερια θα μπορουσε να σκαρφαλωσει σε νοτες και να σμιλευσει ζωγραφιες πανω του.
Μεγαλωνοντας το εκανε, το πρωτο του τατουαζ βλεπεις το “χτυπησε” εκεινη , μαθαινοντας για την σχολη της , σε ενα ταξιδι κοντα της ,ενα σαββατοκυριακο γεματο απο θυμησες και παιδικη αφελεια, αλλωστε τα ειχαν δοκιμασει ολα ,πως να μην της χαριζε σαρκα και εκεινη για πολλοστη φορα μια ζωγραφια της , επανω του.
Ηταν ενα μεθυσμενο απογευμα που το δειλινο ξελογιαζε τα πουλια εξω απτο παραθυρο της οταν την ρωτουσε απτην αλλη γραμμη στο τηλεφωνο αν την αγαπαει, ηταν ενα μωβ απογευμα χωρις απαντηση.
Αλλαζαν οψεις και μαλλια , ερωτες σαν τα πουκαμισα ,μοναχα τα ραντεβου τους δεν αλλαζαν , χριστουγεννα -πασχα και ισως καποια απτα καλοκαιρια που με μια σκηνη στον ωμο ταξιδεψαν μαζι πριν χαθουν κυνηγωντας στα σοκακια καινουργιους ερωτες.
Δεν παραδεχτηκαν ποτε πως μεγαλωσαν ο ενας μεσα στον αλλο, δεν παραδεχτηκαν ποτε πως μεγαλωσαν γενικοτερα, ακομα μπορουσε να τον δει στο σχολειο με ματωμενα γονατα να σφιγγει τους μυς του προσωπου του για να μην κλαψει μπροστα της ,ακομα μπορουσε να τους δει μαζι κατω απτο σεντονι της μαμας με τους φακους στα χερια να γυρευουν φαντασματα και αραχνιασμενα ονειρα, τωρα ολα ειχαν αντικατασταθει απο θριλερ στο σκοταδι και ποπ κορν.
του ειχε γραψει ειναι αναγκη να σε δω, sos, αυτο ξερα, τελεια και παυλα, μαζεψε δυο ρουχα και πηρε την πρωτη πτηση για ελλαδα, ειχε τοσα αναπαντητα ερωτηματα και τοση αποσταση , ειχε να την δει πεντε ολοκληρα χρονια και ενω δεν ειχε περασει ημερα χωρις να μιλησουν ,δεν την ειχε ξανακουσει ετσι.
Εφτασε περασμενες 5 το πρωι στο ελευθεριος βενιζελος και θυμηθηκε την εκφραση να φιλησω τα χωματα που της φαινοταν αστεια, τωρα δεν εμοιαζε καθολου αστεια πια καθως εβγαζε το ζακετακι της αφηνοντας την ζεστη να κατακτησει καθε κυτταρο της, ειχε υποστει αρκετη υγρασια και ψυχροτητα στην αγγλια αλλωστε.
Αποσκευες και εξοδος, τσιγαρο και ακουστικα , madrugada και this old house.
Ενα σφυριγμα αργοτερα και τα ματια τους θα συναντιονταν εκει , γεματα δακρυα και συννεφα, αποφασισαν να μην πανε σπιτι , να τρεξουν στα βραχακια να καπνισουν σαν αλλοτε κρυφα και να ανταμωσουν με την ανατολη.
-Ειμαι εγκυος θα του ελεγε, θα το κρατησω μονη μου, ο πατερας αποδειχτηκε σκετο τερας.
Θα αρπαζε το τσιγαρο απτα χειλη της και θα φιλουσε την κοιλια της , δακρυα θα μουσκευαν την μπλουζα της και τα χερια της θα ζωγραφιζαν στην πλατη του στην αριστερη πλευρα μια τεραστια καρδια.
Εφυγαν μαζι ,εμειναν μαζι, γερασαν μαζι.
Δεν ερωτευτηκαν ποτε περασαν απευθειας στην αγαπη απο τα παιδικα τους χρονια, δεν κατεληξαν μαζι απο υποχρεωση η απογνωση, κατεληξαν μαζι απο μια απαντηση.
-Θυμασαι εκεινο το απογευμα που σε ρωτησα αν μαγαπας?
δεν απαντησες ,χαμογελασες και αλλαξες κουβεντα, ησουν παντα φιλος και αδερφος μα μεσα μου εκαιγε η ερωτηση.
-Την απαντηση στην ειχα δωσει μικρη μου,..
– ποτε?
-χρονια πριν με ρωτησεις οταν τα ιερογλυφικα στο τατουαζ που μου εκανες θα εγραφαν,
σαγαπω στο χτες στο σημερα στο παντα, θα ελπιζω σε ενα μωβ δειλινο μαζι σου..
στα μωβ δειλινα και στις διαδρομες των ανθρωπων μεχρι να φτασουν σε μια ανατολη να δυσουν στο σωμα που αγαπουν για παντα..
Leave a Reply