Οι αχτίδες είναι τα παιδία τού ήλιου, είπε και μας κοίταξε με τα μεγάλα της μελιά μάτια.
Ήταν από αυτές τις διαπιστώσεις που σε κάνουν να συνειδητοποιείς πως τα πιο απλά πράγματα σε κάνουν ευτυχισμένο, πως είσαι μια κουκίδα στον χρόνο.
Άνοιξε τα ματιά της , ξάπλωσε στον ήλιο , άνοιξε χεριά και πόδια σαν ένα μεγάλο χ και άφησε τον ήλιο να μπει μέσα της, έπειτα τα ανοιγόκλεισε κάνοντας μια αστεία φιγούρα , γέλασε στο συμπάν και συνέχισε την εξερεύνηση του χώρου, αφού φόρτισε μπαταρίες.
Ξέρεις , την αγάπησα λιγάκι είπε.
Ήξερε πως ήταν ο ήλιος και πως αυτή η μικρή αχτίδα ήταν ολόδικη της, ήταν η ευκαιρία της να μεταδώσει το φως της, ήξερε , ήξερε, ήξερε τόσα πολλά ήξερε που τώρα δεν ξέρει τίποτα, γιατί ακόμα και εκείνα που ήξερε έγιναν άνθρωποι που δεν ξέρει πια , φίλοι και αγαπημένοι, καμιά φορά και ο εαυτός της ο ίδιος δεν θέλει να ξέρει, τούτη δω την φορά θα μάθαινε όμως γιατί η αχτίδα είχε μιλιά και μια καρδιά επίσης που δεν χωρούσε αμφιβολίες, ψέματα και την θλίψη των μεγάλων.
Αυτά να τα λύνανε μονοί τους εκείνη λαμπύριζε ολόκληρη μεστά χρυσαφένια της μαλλιά και στροβιλιζόταν σε μια ατελείωτη χαρά , είχε ένα κομματάκι αγάπης για όλους και στο μοίρασμα δεν ήταν δίκαιη ακόμα, κι ας έκανε μαθηματικά στο σχολείο, ήξερε μονό να μετράει με τον ενθουσιασμό της και με την παιδική της καρδιά που δεν έφτασε σε ηλικία να στενεύει.
πεσμού πάλι την ιστορία…
Εκείνη ξεκίνησε μια ολοκαίνουργια ιστορία ,μια ιστορία από αυτές με μελωμένο τέλος , που μένεις ξελιγωμένος να κοιτάζεις ένα κομμάτι ουρανού σαν να ήταν δικό σου και σκαλίζεις σχήματα και πρόσωπα, όσο κι αν πονούσε μέσα της , εκεί έξω υπήρχε μια αχτίδα ολόδικη της που ζέσταινε και την πιο κρύα καρδιά, ήταν μια μικρή αχτίδα με μελένια ματιά και χρυσαφένια μαλλιά που σε αποστόμωνε.
Δεν είναι αυτή η ιστορία αλλά δεν πειράζει μαμά , ξερώ πως δεν θέλεις να πονάω όπως και τότε που χτύπησα το πόδι μου έτσι άλλωστε συμπεριφέρεται ένας ήλιος , κάνει ένα βήμα πίσω και χάνεται πριν αποσυρθούν κι οι αχτίδες του άπτον ατελείωτο χορό τους με τα σύννεφα, ένα βήμα πίσω..
Είχε αρχίσει να νυχτώνει και ο ήλιος κρύφτηκε πίσω απτό μεγάλο βουνό που φύλαγε την θάλασσα , μέσα όμως δυο σώματα αγκαλιασμένα φώτιζαν ακόμα και θα έλαμπαν για πολλά χρονιά ακόμα έτσι σφιχταγκαλιασμένα , μπροστά στα σκοτάδια του κόσμου όλου..
γιά τήν μικρή μού φίλη.
Leave a Reply