«Δεν τους έκανε το χατίρι ποτέ. Έμεινε με το χαμόγελοστα χείλη μέχρι το τέλος».
«Δεν ήταν ίδια.
Χοροπηδούσε τις σκέψεις δυο δυο και κατέβαινε τα πλατιά σκαλιά με κλειστά ματιά, χαμογελαστή, γεμάτη αέρα στα χεριά και στο μυαλό, προσποιοταν πως άντεχε τα πάντα.
Μιλούσε δυνατά και έφτιαχνε δίκες της λέξεις καινούργιες, μπερδεμένες με αλήθεια και ψέμα, να αντέξει ο απέναντι την βαρύτητα του άγνωστου νοήματος στα μέσα της.
Την είχαν κουράσει οι λέξεις.
Έτσι φάνταζε διασκεδαστικό να ανακατασκευάζει λέξεις και να μιλάει όπως τότε που ήταν παιδί κορακίστικα, αυτή τη φορά όμως μιλούσε νεραϊδιστικα, ξωτικιστικα και αερικιστικα.
Τα παιδιά στην πλατεία την κοιτούσαν σαν να έβλεπαν ένα τεράστιο ζαχαρωτό να κινείται στο χώρο τους και τα μωρά άπλωναν τα χεριά, τα αθώα ματιά της έσπερναν χαρά και οι άνθρωποι της εξιστορούσαν τις ιστορίες τους σαν να την ήξεραν χρόνια.
Ήξερε να ακούει, ήξερε να βλέπει και να συναισθάνεται, άγγιζε με ευκολία τα χεριά και την ψυχή των άλλων.
Πάντα τυλιγμένη στα πολύχρωμα ρούχα της και τα ξανθά μαλλιά της, κανείς δεν ήξερε που ζει η αν δουλεύει, έμοιαζε να έχει τα πάντα μα δεν είχε τίποτα.
Μόνο τον εαυτό της.
Χανόταν σε έναν τεράστιο κήπο με μοβ αμυγδαλιές και γιασεμιά, ένα παγκάκι και ένα μικρο πηγάδι, γύρω γύρω ένα σωρό γάτες. Έλεγε πως μιλούσε με τις γάτες, πως την περίμεναν κάθε μέρα να φέρει καλούδια.
Έλεγε πως και η ίδια ήταν γάτα σε κάποια προηγούμενη ζωή, έτσι μπορούσε να κατανοήσει τα αιλουροειδή καλύτερα από τον καθένα. Κάποιοι τα έλεγαν ψυχρόαιμα, αναίσθητα και δίχως συναίσθημα.
Για εκείνη ήταν ένα μάτσο μουστάκια, μπάλες τριχωτές, που ήξεραν να αγαπούν και να αναμένουν, να υπομένουν τη βλακεία των ανθρώπων και να χάνονται για ώρες στην αγκαλιά του ηλίου, ώσπου κάποιος περαστικός να έρθει απ’ το υπερπέραν μιλώντας τη γλωσσά τους.
Δεν είχε αγαπήσει ούτε αγαπηθεί κι ήταν κρίμα, σκέφτονταν οι κυρίες καθηλωμένες στις πλαστικές καρέκλες τους στις υποσυζητησουλες τους, έξω από την εκκλησιά.
Εκεί στο νυφοπάζαρο ανεβοκατέβαιναν παλικάρια και μικρές κυρίες για να γνωρίσουν τον ερωτά, στα σοκάκια παιδιά που κάπνιζαν κρυφά πίσω από γυρισμένες πλάτες και εκείνη μες στα χρώματα να απορεί για τον κόσμο ετούτο, να κατεβαίνει τα σκαλιά δυο δυο και να αγαπάει μόνο τον εαυτό της, να θέλει να αλλάξει τον κόσμο και να ακούει ιστορίες.
Δεν την ένοιαζε να μείνει μονάχη, μιας και μονάχη μεγάλωσε μέσα σε δρόμους.
Για σπίτι, βλέπεις, είχε έναν κήπο δανεικό και για γονείς γάτες που ξέρουν να μιλούν.
Και αν ρωτάτε αν αγαπήθηκε, αγαπήθηκε πολύ από τα παιδιά και την πλατεία, τις κυρίες και το αγόρι με τα πράσινα ματιά.
Ποτέ δεν την πλησίασε κανείς, μονάχα την κοίταζαν να χαμογελάει στο σύμπαν, περίμεναν στωικά να τη δουν λυπημένη για να πλησιάσουν.
Μα δεν τους έκανε το χατίρι ποτέ.
Έμεινε με το χαμόγελο στα χείλη μέχρι το τέλος».
Leave a Reply