«Μα ο κόσμος αργεί να εξημερωθεί, μωρό μου, κι αυτό είναι που με τρομάζει…».
Ένα ηφαίστειο μέσα σου, το ακούω να κοχλάζει από την άλλη άκρη του τηλεφώνου.
Δε σε βλέπω, μα τα δάκρυά σου φύτρωσαν μια αμυγδαλιά μέσα μου, που όλο ανθίζει την άνοιξη για να δροσίζει τη μικρή μας αγάπη.
Κι αφού καίγομαι και κρυώνω, ξυπνάω και αποκοιμιέμαι στις αποστάσεις μας, σου κλείνω τα μάτια με ένα σύννεφο, να μη δεις τα πουλιά που χάνονται, μη φοβηθείς να πετάξεις μακριά.
Μικρές χαρές και λύπες που θα ζήσεις και δε θα είμαι εκεί να σου δίνω φιλιά που αργότερα θα κρύβεις στην καρδιά σου για πάντα, όπως όταν ήσουν μικρός, θυμάσαι;
Κάθε φορά που έφευγα, σου έστελνα με ένα μικρό φύσημα και το έπιανες στον αέρα και το έκρυβες εκεί αριστερά στο στέρνο σου.
Έπειτα σκαρφάλωσες στα πόδια του για να με φτάσεις και χορέψαμε εκείνο το ταγκό που δεν έμοιαζε καθόλου με ταγκό, ένα σπαρακτικό διήμερο ήταν μέσα στην αγκαλιά μας που ταξιδέψαμε χωρίς να κουνηθούμε.
Και φτάσαμε; Δεν έμαθα ποτέ τον προορισμό μας.
Και γνωρίσαμε ο ένας τον άλλον;
Ή με βήματα μικρά σαν την αλεπού του μικρού πρίγκιπα, μικρά καθημερινά ψήγματα αγάπης, εξημερωθήκαμε;
Μα ο κόσμος αργεί να εξημερωθεί, μωρό μου, κι αυτό είναι που με τρομάζει, πριν προλάβω να ονειρευτώ μην έχει γυρίσει η Γη και δε σε φτάνω.
Θέλω να δω το ηφαίστειο το κόκκινο της λάβας σου, θέλω τα δάκρυα να σβήσουν τη φωτιά όταν κοντοζυγώνει, και η μυγδαλιά να μείνει μοβ σαν δειλινό μέσα μας.
Leave a Reply