Έστριψε αριστερά, στην καρδιά.
Την ρώτησε η στελλα γιατί το κάνουμε αυτό στους εαυτούς μας και γέλασε.
Της απάντησε “αφού μωρέ μικιο μου, μόνο καρδιά έχουμε και καθόλου μυαλό“.
Πως να σκεφτείς με την καρδιά;
Την περίμενε στην γωνιά με κατεβασμένα τα χεριά να κρέμονται στα πλάγια ανήμπορα.
Αγκαλιάστηκαν σφιχτά.
Την έπιασε από το χέρι και φλυάρησε για τα πιο ασήμαντα, τα πιο μικρά της.
“Φοβάμαι ρε“.
Ξεμακραινε κι αυτός. Χανόταν στο πλήθος και ο ήλιος έπεφτε όλο και πιο χαμηλά.
Ένας ήλιος στα ποδιά της.
Άνοιξε τα τεράστια ματιά της και γέμισε ουρανό τα πνευμονία της.
“Θα τα καταφέρουμε“.
Θα μεγαλώσουμε τα παιδιά που κρύβουμε μέσα μας, θα σκουπίσουμε τα δάκρυα τους και θα μπουσουλησουμε μαζί τους.
Κι ύστερα, αλήθεια αλήθεια σαγαπω και μαγαπας και ο κόσμος θα γυρνάει κόψεις δεν κόψεις την ψαλίδα.
Τα φτερά δεν θα μας τα κόψει κανείς μικιο μου.
Έλα να πετάξουμε ως την λιμνοθάλασσα με τις πελαδες, άστους μπελάδες για αργότερα..
Leave a Reply