Που δεν τόλμησες να ξεστομίσεις και για άλλα τόσα που καταχώνιασες στης ψυχής σου τα άδυτα.
Εκείνος που θα βουτούσε στα βαθιά σου κι όλοι αυτοί που κοίταζαν σαν να μην έβλεπαν.
Για όλα και για τίποτα, με ανάσα ή χωρίς.
Μίλα!
Μίλησε μου πια. Μην με κοιτάζεις με τα άδεια σου μάτια, γέμισε τα μπόρες να ξεπλύνουν την σιωπή, την λήθη και την μοναξιά που φόρεσες.
Γδύσου, γδύσε τις λέξεις από επίθετα-επιθετικά και λύσε τους κόμπους απ’ τα χέρια σου που δεν σε αφήνουν να αγκαλιάσεις.
Εσένα πρώτα κι έπειτα εμένα.
Σου “φόρεσαν” μια ζωή, νεκρή και την περπατάς σαν ονειροβάτης.
Ζήσε, φώναξε, χτύπα, γέλα, κλάψε!
Σε διατάζω να ζήσεις, ακούς;
Τα αγόρια σε κοίταζαν και τα κορίτσια χαμογελούσαν, μια θέση πάντα μια θέση σου έδιναν και κλεινόσουν όλο και πιο πολύ στον εαυτό σου.
Μίλα!
Τώρα είναι η ώρα, τώρα που ο αέρας λιγοστεύει, λίγο πριν το τέλος να ξημερώσει κάπου μέσα σου.
Μην κλείνεις τα μάτια σε παρακαλώ. Θα έρθει η μέρα, η πόρτα θα ανοίξει και θα τρέξουμε όλοι πάνω σου, θα λευτερωθείς άκουσέ με.
ΤΩΡΑ ΕΙΝΑΙ Η ΩΡΑ.

