Θα κατέβαινε τις σκάλες δυο δυο, θα χαμογελούσε υψώνοντας το βλέμμα της ψηλά και θα έβγαινε στην βροχη λερώνοντας τα σταρακια της.
Χωρίς άμυνες, χωρίς ομπρέλα…
Τα δακρυα μπλέκονταν αρμονικά με τον χορό της βροχής στο προσωπο της.
Ήταν ελεύθερη να βραχεί ως το κόκαλο, να χορέψει και να αντισταθεί στα τετριμμένα.
Συχνά της έλεγαν να ενηλικιωθεί.
Επέλεγε να αναπνέει και να αγαπάει τα μικρά πράγματα.
Θα γινόταν παραμύθι στην ιδια της την πραγματικότητα, ήταν αποφασισμένη.
Θα πίστευε όλο και πιο δυνατά στους ανθρώπους και θα λάτρευε τα ζώα.
Θα στεκόταν ακίνητη σαν δέντρο η θα γινόταν κύμα που έσπαζε σε βράχο.
Θα ξεδιψούσε την ψυχή της με βροχη και θα σιγοτραγουδούσε σαν άνεμος.
Θα άνοιγε τα χερια για να πετάξει.
Θα πλήγιαζε γόνατα και ψυχή.
Θα έπεφτε.
Θα σηκωνόταν.
Θα ανέβαινε στο πιο ψηλό σημείο της πόλης να μετρήσει αστερία και να κλέψει ουρανο στις τσέπες τις.
Θα στόλιζε τα μαλλια τις με μαργαρίτες και θα ονειροβατούσε πάνω στον ρεαλισμό σας.
Θα έκλαιγε σπαρακτικά και θα γελούσε εκκωφαντικά.
Τις νυχτες θα ξαγρυπνούσε κυνηγώντας όνειρα ολοζώντανα και την ημέρα αποκαμωμένη θα ρουφούσε ήλιο και χαμογελά.
Όμως θα ήταν ο εαυτός της κι όχι όσα της προσάπτεις.
Με ματια ορθάνοιχτα και καρδιά γεμάτη.
Με την περιέργεια νιογέννητου και την καθαρότητα ηλικιωμένου.
Θα εκλιπαρούσε αιωνία για μια αγκαλιά κι ένα συναινετικό βλέμμα.
Εύθραυστη μεσα στην δυναμική της.
Και η βροχη να λερώνει τα σταράκια της..
Χωρίς ομπρέλα ,χωρίς άμυνες στην ζωή της.
Στην δικη της ζωή.
Leave a Reply