«Ένα ηλιοβασίλεμα τρύπωσε μέσα απ’ τα γυαλιά ηλίου του και χάθηκε στα μάτια του για πάντα».
Ήθελε μόνο να τον κάνει να γελάει.
Να του χαϊδεύει το μέτωπο και να αποκοιμιέται στα γόνατά της, μέχρι να μουδιάσουν κι αυτά, όπως κι εκείνη ολόκληρη.
Να του διαβάζει αποσπάσματα από τα αγαπημένα της βιβλία και να χάνεται το βλέμμα του στον κόσμο της.
Να μοιάζουν όλα δυσνόητα για εκείνον, ακόμα και το χαμόγελό της μεθούσε την ψυχή του.
Να ξυπνούν συγχρονισμένοι το ξημέρωμα κι αποκαμωμένοι απ’ το πάθος.
Λίγο αργότερα να πίνουν ελληνικό καφέ στο μπαλκόνι, εκείνη καθισμένη στα πόδια του, αμίλητοι, με ένα χαμόγελο αχνό.
Να της κουνάς το χέρι φεύγοντας, και εκείνη να τρέμει μήπως δε σε ξαναδεί.
Ένα ηλιοβασίλεμα τρύπωσε μέσα απ’ τα γυαλιά ηλίου του και χάθηκε στα μάτια του για πάντα.
Το είδε κι εκείνη και συμφώνησαν πως δεν ήταν τυχαίο.
Είχαν την αίσθηση πως δε θα κρατήσει πολύ. Δε μίλησαν γι’ αυτό, παρά μόνο εκείνη ξέσπασε σε δάκρυα ένα βράδυ στα χέρια του.
Και δεν κράτησε παρά μόνο ένα καλοκαίρι με αλμύρα στα μαλλιά και αγγίγματα κάτω απ’ το νερό, ξυπόλητοι στον έρωτα.
Δεν ήξερε πώς να μην τον αγαπήσει.
Κι ας είχε ο κίνδυνος σώμα και φωνή, εκείνη αψήφησε τα πάντα και έζησε, έζησε για λίγο έναν έρωτα που δε θα πέθαινε ποτέ, τουλάχιστον μέσα της.
Γιατί κάποια πράγματα κρατούν για λίγο, μα αντέχουν για πάντα για να υπενθυμίζουν πως υπήρξαν. “after all the time i’ve spent with you summer went away and we just weren’t the same it’s just you and me alone not grown up kids you kissed me on the lips”.
Leave a Reply