«Είχαν αποφασίσει να μη μεγαλώσουν, το ορκίστηκαν τότε στα 7 τους…».
Δυο κορίτσια σε ένα μπαλκόνι γεμάτο γιασεμιά, δυο κορίτσια ανήλικα στην καρδιά ακόμα.
Είχαν αποφασίσει να μη μεγαλώσουν, το ορκίστηκαν τότε στα 7 τους, στο γυρισμό από το σχολείο, όταν χέρι χέρι πιασμένες μοιράζονταν τσίχλα στη μέση με γεύση φράουλα.
Είχαν δώσει πολλούς όρκους από τότε, άλλους που κράτησαν και άλλους που ξεχάστηκαν μαζί με τα λευκώματα, στριμωγμένα σε κάποιο συρτάρι.
Είχαν φορέσει πυτζάμες εκείνο το βράδυ και βγήκαν στο μπαλκόνι με τα κρασάκια τους και τα μπισκότα από αλεύρι ολικής άλεσης που είχαν φτιάξει λίγο πριν, στα χέρια κρατούσαν σαπουνομηχανές, μιας και οι δυο αγαπούσαν τις φούσκες.
Έρωτες-φούσκες, σαπουνο-φούσκες, φίλους-φούσκες, ταξίδια-φούσκες…
Ό,τι ανέβαινε, κατέβαινε και ό,τι έσκαγε τους έφερνε δάκρυα ή ανέλπιστη χαρά. Άνθρωποι φούσκες μπαινόβγαιναν στη ζωή τους, μα εκείνες πολύχρωμες και δεμένες, μασούσαν τσίχλα και φυσούσαν ζωή στις φούσκες τους.
Leave a Reply