Ένα ζαλισμένο βερίκοκο κατεβαίνει την κατηφόρα στη λαϊκή αγορά του Σαββάτου.
Κάποτε σταματούσε μπροστά σε πόδια που το αγνοούσαν, άλλοτε το ποδοπατούσαν.
Όχι τώρα.
Βλέπω μια ηλικιωμένη να σκύβει και να το σώζει από την κατρακύλα του, το σκεπάζει με το μαντήλι της και το βυθίζει στην τσέπη του νυχτικού της, μαζί με τους υπόλοιπους θησαυρούς.
Διακρίνω κάτι αμύγδαλα, ένα πλαστικό κυπελάκι και ένα κομμάτι υφάσματος.
Έχει μια έκφραση απροσδιόριστη, ένα συνονθύλευμα μειδιάματος και μια υποψία χαμόγελου.
Την ακολουθώ καθώς η επιβλητική της παρουσία με μαγεύει, αυτή η αμόλυντη, η αγνή στάση επιβίωσης με κάνει να θέλω να τη γνωρίσω.
«Μπορώ να βοηθήσω;», ρωτάω.
Με κοιτάζει σα να ‘χε χρόνια να αντικρύσει άνθρωπο.
Κόπιασε, λέει, εδώ στη σκιά κορίτσι μου, να σε φιλέψω μύγδαλα και βερίκοκο…
Με φίλεψε μια ιστορία ζωής, δύο θανάτους και λίγα αμύγδαλα.
Τη συνόδευσα στο σπίτι της έως τον κήπο, που φιλοξενούσε τρία αδέσποτα: τον κίκο, την κίκα και το κικάκι τους.
Η κικοοικογένεια παραληρούσε από χαρά στο άκουσμα του ξύλινου βοηθού της, το μπαστουνάκι της που της το έφτιαξε λέει ο Αμίρ που μένει στο απέναντι σπίτι.
Με φίλησε σταυρωτά και μου έδωσε την ευχή της.
Την αγκάλιασα και δώσαμε ραντεβού για μύγδαλα και ιστορίες.
Όταν έφτασα σπίτι ήμουν ευτυχισμένη, είχα αποκτήσει μια φίλη… Κι ένα κρυμμένο βερίκοκο στην τσέπη…
Leave a Reply