Πλεόνασμα: Αυτό (η ποσότητα, το ποσό) που περισσεύει, που είναι περισσότερο από το κανονικό, το απαραίτητο.
Περισσεύω…
Όλο και περισσότερο ένιωθε να περισσεύει σε μια εποχή που καθόλου δεν της δινόταν.
Μιλούσαν για πλεόνασμα όταν όλα έμοιαζαν να στερεύουν, το όλον έμοιαζε να είναι λιγότερο κι από την αντοχή, η ανέχεια είχε γίνει φίλη – σκιά και οι δρόμοι, οι δρόμοι που άλλοτε την απελευθέρωναν, ήταν γεμάτοι από ανθρωπάκια μικροσκοπικά στα μάτια της που υποκρίνονταν πως τρέχουν, ζουν…
Στην κάθοδο της πλατείας ξεχώριζες μάτια κουρασμένα, τα φανάρια δεν έμοιαζαν να σταματούν τη μέρα και η αναπνοή της έπαιζε ταμπούρλο στο ηλιακό της πλέγμα.
Αυτή την μέρα, σκεφτόταν, θα την κάνω καινούργια.
Θα πήγαινε σε μια νέα συνέντευξη για δουλειά, με χαμηλωμένα ματιά και δανεικά ρούχα από τη Ν., θα κρατούσε το παγωμένο της χαμόγελο και θα ξεσκόνιζε το βιογραφικό της από το χρονοντούλαπο της προηγουμένης ζωής της.
Μιας ζωής γεμάτη από εκείνη, φωτογραφίες από εκδρομές και χαμόγελα ζεστά σαν ήλιοι, υγρά αστέρια και θάλασσες.
Πλεόνασμα…
Ναι, τότε υπήρχε πλεόνασμα, υπήρχε ελπίδα και γιομάτη καρδιά, ταξιδιάρικα όνειρα και μέλλον.
Στο γκρίζο κτίριο μπήκε χωρίς ανάσα, σαν να έκανε βουτιά σε βυθό. Πρόσωπα κουρασμένα και χωρίς ίχνος ευγένειας ή διάθεσης για ευγένεια της έδειξαν την πόρτα.
Μια μεγάλη πόρτα, που έκρυβε έναν παχυλό κύριο γύρω στα 50 που κουνούσε τα χέρια του σαν μαέστρος, στραφταλίζοντας το πανάκριβο ρολόι του επιδεικτικά στον ανούσιο χρόνο της μαζί του.
Μυρωδιά χαρτιού και πουθενά χαμόγελα.
Μια τηλεόραση στη διαπασών και οι σκέψεις βουνά, βουτιά ξανά στο βυθό και ιδρώτας, γνώριμα συναισθήματα τρόμου.
ΕΚΤΑΚΤΟ ΓΕΓΟΝΟΣ ακούγεται από το κουτί της βλακείας πίσω της. 38χρονος πήδηξε από τον πέμπτο…
Το βλέμμα της έφτασε το παράθυρο, θυμήθηκε τα πουλιά και τους σχηματισμούς τους, τα πόδια της φόρεσαν φτερά, άνοιξε τη μεγάλη πόρτα και έτρεξε μακριά από το γκρίζο κτίριο, τον παχυλό κύριο και τα ανέκφραστα πρόσωπα, βρήκε στον δρόμο και πήρε την πιο βαθειά ανάσα.
Κανένα πλεόνασμα υπομονής πια…
Ίσως αύριο…
Leave a Reply