Την βρήκε να κάθεται στην πορτοκαλί καρέκλα μπροστά στον τοίχο με τους αποχαιρετισμούς.
Αυτονομείται ο ένοχος: του είπε και τα ματιά της μαργαριτάρια πνιγμένα στον ωκεανό των δακρύων.
Τους είχε δει σε μια φωτογραφία.
Να χαμογελούν στο σύμπαν, να μειδιάζουν στην μοίρα και να ερωτεύονται απτήν αρχή, να ονειρεύονται και νακρατιούνται απτό χέρι.
Να τον κοιτάζει να γρατζουνάει την κιθάρα και να σκαρώνει στίχους.
Εκείνη την νύχτα την άκουσα να ουρλιάζει.
Να φωνάζει ασυνάρτητες λέξεις και τα μάτια της να παίρνουν φωτιά.
Καπνός η ψυχή κι αυτός να χάνετε μέσα της για πάντα.
Απόψε σε ονειρεύτηκα κορίτσι.
Εσένα που απότομα σου άφησε το χέρι.
Πίσω από τον τοίχο με τα συνθήματα.
Πίσω από τα δάκρυα.
Από την πορτοκαλί καρέκλα.
Και το χέρι σου νιώθω στον ώμο μου ζεστό.
Κι ας μην σε ξέρω κι ας μην με έμαθες ποτέ.
Για τον παυλο.
Για το κορίτσι.
Leave a Reply