Έτρεχε σε εκείνον τον σκοτεινό διάδρομο ώρες , πάντα η ίδια αίσθηση .
Κάποιος πίσω γελούσε δυνατά .
Μπροστά της ένα δυνατό φώς που έμοιαζε με όαση , μια όαση που ποτέ δεν έφτανε να λουστεί . Να λουστεί με φώς.
Έτρεχε και μαζί της έτρεχαν όλα εκείνα που προσπαθούσε να αποφύγει .
Κάποτε της είχε πεί , θα σου χαρίσω τα αστέρια .
Χάθηκε με μια ευχή και έμεινε μόνο το σκοτάδι.
Από τότε τρέχει να συναντήσει το φως και τα αστέρια γελούν εις βάρος της.
Πολύ βαριά για να πετάξει πολύ ελαφριά για να πιστέψει .
Ξανά.
Να πιστέψει
Να πιστέψει
Να πιστέψει .
Και έτσι τρέχει μέχρι να κουραστεί να πιστεύει πως δεν μπορεί να πιστέψει.
Μεχρι το φως να τυφλώσει κάθε αμφιβολία .
Μέχρι τα αστέρια να πάψουν να γελούν μαζί της.
Leave a Reply