Ιδανικα αδειο απο ανθρωπους και συναισθηματα.
εγκαταλελειμενο.
Ειχε πει δεν θα γυριζε να κοιταξει καθως εφευγε, ποσο μαλλον να γυριζε πισω..οχι ..ποτε.
Τα πραγματα δυσκολεψαν και καποια διαδικαστικα θα επρεπε να βρουν λυση σπρωχνοντας την στον τοπο του “εγκληματος” , η φωτογραφικη της μνημη ειχε αυτοκτονησει μεσα σε τονους αλκοολ ομως κατα ποσο θα καταφερνε μπαινοντας εκει μεσα να μην δει ταινια ολα να ξαναζουν μπροστα της?
Οσο και αν αγαπησε τον τοπο εκεινο ,οσο και αν ταυτιστηκε με τους ανθρωπους γυρω της δεν καταφερε να ταιριαξει , εμοιαζε τοσο αλλοπροσαλλη με την εμμονη της να αγαπαει και να αγαπιεται που τελικα καταφερε μοναχα την αγαπη να παρει μαζι της φευγωντας , αφηνοντας πισω της τον εαυτο που κατεκτησε εκει, τον ρολο ,γιατι ρολος ηταν ειπαμε δεν ταιριαξε..
Μοναχα σε εκεινον ηταν ο εαυτος της , σε εκεινον ηταν ο απροσδιοριστος,τρομακτικος, ακραιος εαυτος της που τον εδιωχνε ολο και πιο μακρια ,τον εκλεινε πισω απτα αλλοτε πολυχρωμα παραθυρα και ας επεμενε να νανουριζει τις εμμονες τις παιζοντας την κιθαρα του με τοση δεξιοτητα οπως αλλωστε και την ψυχη και το κορμι της.
Ειχαν αυτο το αρρωστημενο βλεμμα του εξαρτημενου απτην σαρκα , του αηδιασμενου απτην ματαιοτητα του ερωτα ,την αποστροφη για την ουσιαστικη ενωση, ολα ηταν απλα μα γιναν δυσκολα.
Δεν ειπαν πολλα , εκαναν. Και μια μερα στραγγιξε μεσα της η υπομονη και εφυγε.
ετσι απλα.
Κατεβασε τις κουρτινες και ξεκρεμασε τους πινακες ,εσκισε τα σημειωματα και χαθηκε για ωρες στις φωτογραφιες στο ψυγειο, μεχρι που χαθηκε αφηνοντας τα ολα πισω , κλειδωμενα μεσα της.
Θα ξεκλειδωνε μετα απο χρονια την ιδια πορτα που καποτε οδηγουσε σε εκεινους, η μυρωδιες της μαμας ειχαν στοιχειωσει στα γιασεμια και τα γελια απτα αδερφια στο ταβανι επλεκαν ιστο σαν αραχνες, ηταν ολοι εδω το ενιωθε , εμοιαζε σαν ενα κυριακατικο μεσημερι λιγο πιο σκονισμενο απο τα λογια μας , σαν οι συγκυριες να εδιναν ραντεβου με τις πιο γλυκες μας θυμησες.
Θα ζωντανευαν ολα μπροστα της , θα χορευε τανγκο με τον παππου και θα επεμενε πως το γλυκο κουταλιου επαιξε καθοριστικο ρολο στα μεσα της , θα γελουσαν ολοι δυνατα με την αφελεια της,
Θα ξυπνουσε απτα πατηματα στην σκαλα και την μυρωδια της ανοιξης να ανοιγει τα παραθυρα,
τα χρονια να περνουν και να κρυβεται ακομα κατω απτο τραπεζι με ενα βιβλιο στο χερι, ξυπολητη χειμωνα καλοκαιρι.
Χειμωνας ηταν κι οταν μονη εμεινε σε εκεινο το σπιτι και σωπασαν τα γελια και οι μυρωδιες νοτισαν απτην υγρασια των δακρυων της, τοτε που μετατραπηκε σε φαντασμα του εαυτου της,για λιγο μοναχα..
Θα ηταν ολα ξενα πια , ακομα και ο τοπος που την εθρεψε και την μεγαλωσε ηταν ξενος, οταν χανονται οι ριζες αλλωστε δεν πλανιεσαι στον αερα αβοηθητος? μονο στον αερα ελπιζεις και στο γονιμο χωμα , να φυτρωσεις αλλου να ξαναρχισεις απτην αρχη.
ενταξει ειχε γνωρισει εκεινον, ομως δεν θα ηταν ποτε αρκετος να αναπληρωσει
τοσους πολλους ανθρωπους.
Ολο το βαρος δικο της .
Ολο το λαθος ,δικο της.
Δεν ηταν πια εκεινη που αφησε πισω της, δεν ηταν εκεινη που του ελεγε πως ειναι ματαιος ο ερωτας, πως μονο η σαρκα ποθει, πως η ψυχη κουμανταρεται απτον καραβοκυρη.
Δεν ηταν ιδια.
Γιαγια πια, με δικα της παιδια και εγγονια, μυρωδιες και κυριακατικα τραπεζια πλυμμηρισμενα απο διαφωνιες και αγαπες , τραγουδια και υποσχεσεις , ενιωθε να ανηκει επιτελους στο παρελθον της, τιποτα δεν εμοιαζε ματαιο και η ζωη κλεψυδρα κρεμασμενη στο λαιμο.
Η μελωδια εμοιαζε οικεια και δακρυα της εφερε στα ματια, ετρεξε εξω απτο παραθυρο ελπιζωντας να τον δει εκει μετα απο τοσα χρονια.
Ματαια, μονο οι στιγμες ηταν εκει
εκεινος και τα αδερφια η μητερα και ο παππους , οι φιλοι και το εγκαταλελειμενο σπιτι..
Κλειδωσε την πορτα και δεν κοιταξε πισω , οπως τοτε ..δεν γυρισε παρα μονο στον εαυτο της..
Leave a Reply