Εκείνη την ημέρα ο ουρανός είχε πάρει το χρώμα των ματιών της και για ήλιο φορούσε το χαμόγελό της, κατέβαινε την πλατεία και κρατούσε στα χέρια της μια αγκαλιά λουλούδια.
Είχε ξυπνήσει καλά, περιέργως γιατί τον τελευταίο καιρό, βροντές και αστραπές της άνοιγαν τα μάτια κάθε πρωί.
Όχι όμως και σήμερα.
Η γιαγιά, πάντα η γιαγιά της έφτιαχνε την μέρα και τις ποικίλες σκέψεις της, της έκανε χαμόγελα.
Άνοιξε την πόρτα της αυλής και οι καμπανούλες δίπλα από την μπουκαμβίλια μύριζαν άνοιξη. Θυμήθηκε τότε που η γιαγιά έτριβε φρέσκια ντομάτα με φέτα και ρίγανη στο ψωμί και λέρωνε το φόρεμά της.
Η γιαγιά δεν μιλούσε πια, μήτε γελούσε, είχε ένα απλανές βλέμμα και το κρεβάτι της έβλεπε στο παράθυρο που κοιτούσε την αυλή.
Ακούμπησε τα λουλούδια δίπλα της και τη φίλησε τρυφερά στα χέρια, πήρε το αγαπημένο ποιήμα της γιαγιάς και αφού απλώθηκε στην κουνιστή μπαμπού πολυθρόνα, ξεκίνησε να της διαβάζει.
Τα μάτια της κάρφωναν τα χείλη της εγγονής, διψασμένα για θόρυβο, διψασμένα για ζωή και ποίηση.
Δυό δάκρυα και η φωνή χαμήλωσε, μια σφιχτή αγκαλιά και ένας αναστεναγμός από τα βάθη των κήπων της ψυχής της γιαγιάς.
Πήγε στην κουζίνα και έτριψε ντομάτα με φέτα στο ζεστό ψωμί, γύρισε στο δωμάτιο και έβαλε μπροστά της το δίσκο με τα τριανταφυλλάκια που θα της έδινε, έλεγε για προίκα.
Η πιο δυνατή προίκα όμως ήταν το χαμόγελό της και η ζεστή αγκαλιά της.
Η γιαγιά για μια φορά της χαμογέλασε όπως τότε, η μυρωδιά της ρίγανης ξύπνησε θύμησες.
Εκείνο το απόγευμα η γιαγιά λέρωσε το φόρεμά της.
Εκείνο το απόγευμα στο δωμάτιο είμασταν δυό μικρά παιδιά…
Leave a Reply