Περίπατος στο δασσύλιο, εκεί που η τεντούρα και τα κοριτσίστικα γέλια κλωθογύριζαν ανάμεσα στα ψηλά πεύκα και χάραζαν παγκάκια και ανθρώπους για πάντα.
Η θέα έμοιαζε με γυναίκα ερωτευμένη, θάλασσα συναισθημάτων κι απέναντι ένα βουνό σκέψεων και κάπου εκεί στο βάθος μια γέφυρα, γέφυρα που θα ένωνε τα συναισθήματα με το οξυγόνο και τις σκέψεις με την τεντούρα.
Μοιράζονταν γουλιά γουλιά τον έρωτα και το οξυγόνο, άδειαζαν και γέμιζαν τα μάτια στιγμές και όταν νύχτωσε της κράτησε το χέρι, είχε ζαλιστεί από την ομορφιά και το αλκοόλ, τη σιωπή του και τα τεράστια μάτια του.
Θα την οδηγούσε στην άκρη του γκρεμού και θα την άφηνε να στέκεται, εκείνος πίσω της ένα βήμα πίσω από τα φώτα που ξελόγιαζαν την πόλη να της ψιθυρίζει πως η ζωή αυτή τους ανήκει.
Ένας περίπατος μέσα κι έξω από τον εαυτό της μακριά από τη βοή της πόλης και με τον καθάριο ουρανό να την στολίζει με αστέρια.
«Ας μην γυρίσουμε ποτέ», του είπε.
«Ας μην γυρίσουμε ποτέ στην πραγματικότητα», επανέλαβε. Δεν θέλω άλλο ρεαλισμό.
Η γέφυρα έμοιαζε να πλησιάζει και την τράβηξε κοντά του.
«Ας μην γυρίσουμε ποτέ», ψιθύρισε…
Leave a Reply