Κανείς δεν σταματούσε μπροστά από τον άντρα που έκλαιγε. προσπερνούσαν τα ποτάμια θλίψης τους, σηκώνοντας τα ρούχα τους μην πατήσουν την θλίψη του.
Κι έπειτα το κορίτσι που αγαπούσε τις ιστορίες στάθηκε δίπλα του, έβγαλε μια λευκή κολλά και χρωμάτιζε τα δάκρυα όμως έστεκε βουβή.
Δυο πλανόδιοι μουσικοί πήραν τα δάκρυα και τα έκαναν νότες και οι άνθρωποι άρχισαν να πετούν κέρματα σε αυτή την περίεργη παρέα ανθρώπων.
Ο άντρας συνέχιζε να κλαίει, το κορίτσι να ζωγραφίζει και οι μουσικοί να τραγουδούν.
Οι άνθρωποι επέμεναν να μην είναι άνθρωποι.
Και ο άντρας επέμενε να είναι ένας άντρας που έκλαιγε.
Και τότε εμφανιστηκετο κορίτσι με το περίεργο καπέλο, στάθηκε μπροστά τους και ξεκίνησε να χορεύει.
και οι άνθρωποι επέμεναν να πετούν κέρματα και ο άντρας να κλαίει, το κορίτσι να ζωγραφίζει και η κοπέλα με το καπέλο να χορεύει.
Ένας αδέσποτος σκύλος αποκοιμήθηκε στα ποδιά του άντρα που έκλαιγε και ένας περαστικός τοσκέπασε με το σακάκι του και χάθηκε.
Ο άντρας κοίταξε γύρω του και έκρυψε τα ματιά του.
Η μουσική σταμάτησε, τα χρώματα σώπασαν και η κοπέλα που χόρευε έμεινε ακίνητη.
Ο αδέσποτος σκύλος γαύγιζε και οι άνθρωποι σταμάτησαν να πετούν κέρματα.
Είχε ολότελα ξεχάσει γιατί έκλαιγε.
Δεν είχε καμμια σημασία πια.
Οι άνθρωποι θα συνέχιζαν τον δρόμο τους, ο σκύλος θα έβρισκε ένα σπίτι, η κοπέλα θα σπούδαζε στο Παρίσι, οι μουσικοί θα έκαναν συναυλίες και η κοπέλα θα χόρευε στην βροχή.
Ο άντρας θα έβρισκε πάλι το γέλιο του.
Οι άνθρωποι θα κάναν τα κέρματα τους ευχές σε κάποιο συντριβάνι και τα δάκρυα.
Τα δάκρυα θα στέγνωναν επάνω σε λεύκες κόλλες, σε νότες καια χαμογελά, σε δρόμους και σε κορίτσια που ήξεραν να χορεύουν.
Πρωι πρωι