Ετρεξε μακρια κοιταζωντας συχνα πυκνα πισω της την σκονη που στραφταλιζε στον ηλιο σαν νεραιδα που ξεψυχουσε.
Ετρεχε ωρες πριν φτασει στον εαυτο της.
Το δωματιο γεματο χρωματα και ηχους απο ολες εκεινες τις ερινυες που ειχε κρυψει στην τσεπη της, ολα ξεχυνονταν στους τοιχους σαν σκιες ,σαν προσωπα του παρελθοντος και εξαγνιζε τους φοβους της, ξαπλωνοντας ετσι στα σκοταδια παρατηρωντας τα να χορευουν ολογυρα της.
Ηταν πολυ κοντα στα ορια της χωρις διαβατηριο και φωνη, φως η τρικυμια στην καρδια.
Ηταν μονη με τις σκιες και τα χρωματα ολογυρα και μια συνειδηση ζοφερη που εκτοξευε ερινυες.
Λαβωμενη κειτεται στο πατωμα.
Μην μιλας.
Περπατα στις μυτες.
Μην κλαις.
Θα τρεξει παλι μακρια σου.
Μακρια απο ολους.
Κανεις.
Κανενος.
Μονη.
Χρωματα.
Ηχοι.
Τοιχοι.
Μη.
Leave a Reply