Δανεικά τσιγάρα και μισοτελειωμένη μπύρα στο χέρι.
Κατέβαινε την κανιγγος και μιλούσε μοναχός του.
Τραχύ βλέμμα και χιλιοειπωμένα λόγια.
Συναντηθήκαμε στην στάση του μέτρο.
Με κοίταξε για μια στιγμή και έπειτα γέλασε δυνατά. ύψωσε ένα δάχτυλο και φώναξε:
-χίλια χρώματα, χίλια αρώματα μα εγώ δεν σε ξέχασα ποτέ.
Άλλαξα χίλια χρώματα.
Είχα και τα θέματα μου βλέπεις δεν μου άρεσε ποτέ να είμαι το κεντρικό θέμα.
Υστέρα χάθηκε.
Κουβαλούσα επάνω μου λίγα κογχύλια και ένα μενταγιον- φυλαχτό, δώρο της αδερφής μου.
Καμωμένο από λάβα, λάβα ηφαιστείου.
Το έσφιγγα ενστικτωδώς στο χέρι μου, το δεξί πάντα σαν να πατούσα κάποιο μαγικό κουμπί που θα έφερνε μπροστά μου το καλοκαίρι.
Η τον εαυτό μου μέσα του.
Δεν με καταλάβαιναν.
Με κοίταζαν αλλά δεν έβλεπαν μέσα μου.
Που πάει όλος αυτός ο κόσμος πάντα αναρωτιόμουν και τους παρατηρούσα μέσα σε γραμμές τρένων να χάνονται έξω απτό παράθυρο.
Δεν θα τους έβλεπα ποτέ ξανά. Χιλιάδες άγνωστοι που δεν υπήρχε κάποιος λόγος για να τους φέρει κοντά μου.
Πάντα έλεγα πως είμαι τυχερή για τους φίλους μου, κανείς τυχαίος.
Όλοι είχαν συγκεκριμένο λόγω που βρεθήκαν στην ζωή μου και μου είναι εξαιρετικά δύσκολο να τους αποχωριστώ.
Αυτό τον μηνά, παράλυτα αποχαιρέτησα έναν φίλο.
Έφυγε για μια καλύτερη ζωή στον Καναδά, είπε για λίγο μα δεν τον πιστεύω.
Έκλαψα με δάκρυα που είχα ξεχάσει πως κατοικούσαν μέσα μου.
Δάκρυα αποχωρισμού.
Ένα σύντομο καρέ με τις στιγμές μας και θυμάμαι μονό εκείνες που ήταν διπλά μου, ουσιαστικά, τα γέλια, τα πιόματα και τα όνειρα μας.
Τώρα έφυγε και το κενό είναι μεγάλο.
Το κογχύλι στην κανιγγος διπλά από το αυτί μου πρέπει να είναι γελοίο θέαμα σκέφτηκα και το έχωσα στην τσέπη μου.
Την άδεια τσέπη.
Κάποτε μου είπες πως είμαι διαφορετική και αισθάνθηκα σπουδαία, τώρα στα 30 μου δεν θέλω να είμαι διαφορετική.
Θέλω να μην φεύγουν οι φίλοι.
Να μην τελειώνουν τα καλοκαιριά.
Να κρατάν τα κογχύλια μου και να μην μοιάζω αλλοπρόσαλλη.
Να δουν και άλλoi τα χρώματα μου και ναι, να τους θυμίσω κάποια που δεν θα ξεχνούσαν ποτέ..
Leave a Reply