«Κάθε μέρα χάνω. Κάποιον, κάτι, λίγο από την ελπίδα μου».
Ένα μεταλλόφωνο, ό,τι ονειρεύτηκα. Χρωματιστές μελωδίες φτιασιδωμένες μέσα σε ηλιοβασιλέματα ξυπόλητα, καθισμένοι στην εξώπορτα, εσύ να πιλοτάρεις τη σφεντόνα.
Σ’ αγαπούσα μα δεν είχα μιλιά να σ’ το πω, γιατί χάζευα τα σύννεφα και νόμιζα πως η ζωή κρατάει για πάντα. Θα είχα χρόνο, ίσως αύριο και πέρασαν χρόνια από τότε που τις πλάτες μου βάραινε μια τσάντα.
Θυμάμαι που έκλαιγα όταν εκείνη τη μέρα ανάμειξα τα χρώματα και έγιναν μια μαύρη μάζα, τότε ήσουν εσύ μονάχα που κατάλαβες πως πίστευα στα χρώματα και μου έμαθες να σέβομαι το μαύρο στα χρώματα των άλλων.
Ένα μεταλλόφωνο είναι που σε θυμίζει.
Εγώ στα χρώματα κι εσύ στη μελωδία, πόσο όμορφα ήταν όλα όταν ήμασταν παιδιά, πόσο μας άλλαξε του κόσμου η σκουριά;
Τώρα σε βλέπω στον απέναντι δρόμο, να φωνάζεις τα παιδιά που βγαίνουν στον κόσμο, βρίζεις τους άστεγους και οι μετανάστες σού μυρίζουν.
Τώρα μοιάζεις με κάποιον που δεν ξέρω κι αναρωτιέμαι αν υποφέρω από το πώς ο κόσμος αλλάζει ή μήπως μόνο με τρομάζει που οι δικοί μου αγαπημένοι φορούσαν μάσκα, έτσι κρυμμένοι για χρόνια μέσα στη ζωή μου.
Κάθομαι πάλι στο περβάζι, πάλι στα σύννεφα μιλάω κι αναρωτιέμαι τι μεσολάβησε και μίσησες τον κόσμο, τους ανθρώπους, τα παιδιά και τα ηλιοβασιλέματα;
Ήθελα να γύριζα το χρόνο να σου μιλάω για τα αστέρια, να σου ζωγραφίζω τα χέρια και να μοιραζόμαστε ψωμί με λάδι και ρίγανη.
Πριν μπολιάσει την αγνή ψυχή σου το μίσος.
Κάθε μέρα χάνω.
Κάποιον, κάτι, λίγο από την ελπίδα μου.
Leave a Reply