Εκείνο το πρωινό είχε πείσει τον εαυτό της να κατέβει στο παζάρι , να εκμαιεύσει τον θησαυρισμό της, αυτόν που στήριζε πως της είχε μεταδώσει η μάνα της.
Αφού ήπιε το τσάι γιασεμιού και χαιρέτησε τον γείτονα πίσω απο το τζάμι, φόρεσε ένα σαρόνγκ και χύθηκε στους δρόμους της τεχνόπολις.
Αφού ήπιε το τσάι γιασεμιού και χαιρέτησε τον γείτονα πίσω απο το τζάμι, φόρεσε ένα σαρόνγκ και χύθηκε στους δρόμους της τεχνόπολις.
Ορδές κόσμου κατέφθανε να ανακαλύψει έναν καινούργιο κόσμο, μικρά παιδιά και υπερήλικες καθισμένοι στα παγκάκια του πάρκου , θεατές μιας παράστασης του κόσμου αυτού, μια Κυριακή , μια μέρα που μόνο με Κυριακή θα μπορούσες να την ονειρευτείς.
Μετρούσε κουτάκια μπύρας , στον δρόμο προς το παζάρι και αναρωτιόταν πόσα μεθυσμένα φιλιά να δόθηκαν σε ετούτο εδώ το μέρος, πόσες λέξεις έχασαν την έννοια τους , ποσά αντίο και πόσα δακρυα?
Μετρούσε κουτάκια μπύρας , στον δρόμο προς το παζάρι και αναρωτιόταν πόσα μεθυσμένα φιλιά να δόθηκαν σε ετούτο εδώ το μέρος, πόσες λέξεις έχασαν την έννοια τους , ποσά αντίο και πόσα δακρυα?
Είναι τρομερό πόσο εγκλωβίζουν οι δρόμοι τα πατήματα των ανθρώπων ακόμα και μέρες μετά , η ενέργεια είναι ακόμα εκει, την ένιωθε στα πόδια της να τραντάζεται, ένιωθε τα φιλιά και τα χερια , τα δακρυα και την υγρασία..
Όταν ηρθε στην Ελλάδα , ήταν μια ξένη για ολους, ξένη στο σχολείο, ξένη στην εκκλησιά , ξένη ανάμεσα σε χιλιαδες ξένους, μέχρι που βρήκε αυτό το σπίτι στο γκάζι, ένα μικρό δυάρι με ανεμπόδιστη θεα στα μεγάλα γκρίζα φουγάρα και το πάρκο.
Το αγαπούσε το πάρκο, το σπίτι ολων εκείνων που δεν είχαν σπίτι, πια.
Το παρκο των μικρών παιδιών από τα φανάρια, ένα πάρκο ολοδικο τους , το πάρκο των τοξικομανών και των κοριτσιών με τα πούπουλα στα μαλλια.
Το δικό της πάρκο, με τις κυριακάτικες βόλτες και το παζάρι, τα τραγούδια και τους χαμένους θησαυρούς.
Στο πάρκο, ερωτεύτηκε , στο πάρκο έκλαψε διαβάζοντας το αποχαιρετιστηριο γράμμα του , δεν άντεχε να είναι «ξένος» έγραφε..
Μια παρέα μαυροφορεμένων μοτοσικλετιστών , έφτυσαν κάποιες βρισιές προς το προσωπο της και ευτυχώς χαθήκαν στην Πειραιώς.
Γλιτώσαμε και σήμερα σκέφτηκε και ένιωσε παλι «ξένη» , εκείνη η ξένη που ένιωθε πριν βρει αυτή εδώ την γειτονιά.
Μία πορεία υπέρ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων την έκανε να κοντοσταθεί και να φωτογραφήσει με την pentax κάμερα της που είχε αγοράσει παλι από το παζάρι, ένα πολύχρωμο μπουκέτο ανθρώπων που ζωγράφιζε την μέρα της.
Όταν ήταν 10 χρονών αποφάσισε να κάνει συλλογή απο γέλια, ο παππούς της χάρισε ένα μαγνητόφωνο που έφερε απο την πατρίδα τους την Ινδία, sony έγραφε μα χρόνια μετά θα ανακάλυπτε πως ήταν μόνο ένα αυτοκόλλητο που έκρυβε κάποια κινέζικη μάρκα.
Το είχε πάντα στην τσάντα της κι έτσι κατάφερε να “κλέψει” μερικά γέλια αναμεμειγμένα με κόρνες, αποχαιρετισμούς και συνθήματα.
Το παζάρι μύριζε κάρυ και μούχλα, ένα γραμμόφωνο τσίριζε σινάτρα και ο ουρανός χάραζε γραμμές στα διαβατάρικα πουλιά.
Κανείς δεν ύψωνε τα μάτια στην αθήνα,σκέφτηκε και οι σκέψεις χάθηκαν στις φτερούγες κάποιου γλάρου.
Το τρένο τράνταζε κάθε συναλλαγή και τα κέρματα στραφτάλιζαν στον ήλιο , όταν αντίκρυσε μια τεράστια διάφανη μπάλα, απο εκείνες που σου έλεγαν το μέλλον.
Πλησίασε και την πήρε στα χέρια της , όταν μπροστά της ένας μεγαλόσωμος, μελαχρινός άντρας θα την κοίταζε με τα διαπεραστικά μελιά μάτια του.
-ξέρετε , το μέλλον είναι η αγάπη, είπε.
Άφησε την μπάλα και έτρεξε μακριά του, πέρασε τις γραμμές του τρένου και όταν διέσχισε το πάρκο , κατέληξε στην γκαζόζα να πίνει ελληνικό καφέ στην χόβολη.
Μία πορεία υπέρ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων την έκανε να κοντοσταθεί και να φωτογραφήσει με την pentax κάμερα της που είχε αγοράσει παλι από το παζάρι, ένα πολύχρωμο μπουκέτο ανθρώπων που ζωγράφιζε την μέρα της.
Όταν ήταν 10 χρονών αποφάσισε να κάνει συλλογή απο γέλια, ο παππούς της χάρισε ένα μαγνητόφωνο που έφερε απο την πατρίδα τους την Ινδία, sony έγραφε μα χρόνια μετά θα ανακάλυπτε πως ήταν μόνο ένα αυτοκόλλητο που έκρυβε κάποια κινέζικη μάρκα.
Το είχε πάντα στην τσάντα της κι έτσι κατάφερε να “κλέψει” μερικά γέλια αναμεμειγμένα με κόρνες, αποχαιρετισμούς και συνθήματα.
Το παζάρι μύριζε κάρυ και μούχλα, ένα γραμμόφωνο τσίριζε σινάτρα και ο ουρανός χάραζε γραμμές στα διαβατάρικα πουλιά.
Κανείς δεν ύψωνε τα μάτια στην αθήνα,σκέφτηκε και οι σκέψεις χάθηκαν στις φτερούγες κάποιου γλάρου.
Το τρένο τράνταζε κάθε συναλλαγή και τα κέρματα στραφτάλιζαν στον ήλιο , όταν αντίκρυσε μια τεράστια διάφανη μπάλα, απο εκείνες που σου έλεγαν το μέλλον.
Πλησίασε και την πήρε στα χέρια της , όταν μπροστά της ένας μεγαλόσωμος, μελαχρινός άντρας θα την κοίταζε με τα διαπεραστικά μελιά μάτια του.
-ξέρετε , το μέλλον είναι η αγάπη, είπε.
Άφησε την μπάλα και έτρεξε μακριά του, πέρασε τις γραμμές του τρένου και όταν διέσχισε το πάρκο , κατέληξε στην γκαζόζα να πίνει ελληνικό καφέ στην χόβολη.
Προφανώς την ακολούθησε και της άφησε την τεραστία μπάλα , επάνω στο τραπέζι.
-Μοιάζετε να αποφεύγετε την αγάπη, είπε και ενοχλημένη τον κοίταξε καλυτέρα μιας και πριν λίγο , ο ήλιος που έπεφτε στα μελιά του ματια τον έκανε ,συμπαθητικό.
Σήκωσε το βλέμμα της και αντίκρισε , εκείνον.
Ήταν ο δικός της γιοχαν.
Ο δικός της αγαπημένος που ένιωσε ξένος και έγινε ο πιο κοντινός της ξένος , ήταν ο γιοχαν με το γράμμα και τις ενοχές, ήταν ο θησαυρός που έχασε μεσα από τα χερια της .
-Γύρισες?
Δάκρυα και ένα σφιχταγκάλιασμα, που έσπαζε κοκάλα.
Η αγάπη είναι το μέλλον, είπε και πατρίδα είναι οπού φυτρώνει η αγάπη.
Ήρεμη και απόλυτα παραδομένη στα ματια του , άκουγε στο repeat τα μαγνητοφωνημένα γέλια της, όταν μια φωνή ακούστηκε να φωνάζει,
-αυτοκτόνησε!
το γκάζι…
Μια κοπέλα που εισέπνευσε γκάζι, μια κοπέλα που έχασε τον θησαυρό της , έχασε την δουλειά και την αγάπη της.
Ένα γράμμα και αναθυμιάσεις.
Μια κοπέλα, απο γκάζι , στο γκάζι..
Leave a Reply