Κρατούσε στα μικρά της χέρια μια σκισμένη κουβέρτα και την έσερνε στο πάτωμα, μικρές εκρήξεις σκόνης χόρευαν σε κάθε σχισμή φωτός και τα ματάκια της επεξεργάζονταν το μαγικό χορό.
Την άφησαν μόνη.
Ολομόναχη και απροστάτευτη.
Έπρεπε να μοχθήσουν για να ταΐσουν την ψυχή της.
Να πολεμήσουν με τη σιωπή χωρίς θόρυβο.
Μπορούσε να κρατήσει την αναπνοή της μέχρι να γυρίσουν ή να καλύψει τα μάτια της με την κουβέρτα της.
Όμως δεν γύριζαν κι εξοικειωνότανε με το φόβο, τη σιωπή και τη σκόνη που χόρευε γύρω της.
Κι όλο σώπαινε και γούρλωνε τα μεγάλα της μάτια.
Την άφησαν μόνη της και αποφάσισε να ανοίξει την πόρτα και να ζήσει χωρίς την κουβέρτα της.
Έπρεπε να μοχθήσει για να ταΐσει την ψυχή της.
Έπρεπε να μάθει να αναπνέει κι έξω από τους τοίχους.
Έπρεπε να ζήσει.
Και ζει.
Leave a Reply