Κατέβηκε στο παλιό λιµάνι, ένιωθε µια πρωτόγνωρη ευφορία και ήθελε να το γιορτάσει µε ένα ηλιοβασίλεµα κατακόκκινο.
Φηµιζόταν η πόλη της για το ηλιοβασίλεµά της και τα ερωτευµένα ζευγάρια που έστεκαν εκεί παραταγµένα κι ευλαβικά χάνονταν ο ένας µέσα στον άλλον.
Ήξερε πως οι άνθρωποι σαν τα καράβια έφευγαν κι επέστρεφαν στα λιµάνια κι ίσως µια µέρα, ίσως να γύριζε να δει το χαµόγελο που είχε φυτρώσει στην καρδιά της εκείνο το γράµµα του.
Πιστεύω σε σένα, έγραφε και επιτέλους µπορούσε να το νιώσει στο πετσί της.
Πίστευε.
Πίστευε στους γυρισµούς και στα ερωτευµένα ζευγαράκια, στο ηλιοβασίλεµα και στις καλές µέρες.
Πίστευε στους ανθρώπους και στον εαυτό της.
Πίστευε στην πόλη της και στους δρόµους της που κατέληγαν στη θάλασσα, είχε κρατήσει χέρια και είχε στεριώσει σε αγκαλιές, ακόµα και το παλιό λιµάνι ήταν τόσο γνώριµο σαν φωλιά που γεννούσε γαλήνη κι όµορφες σκέψεις.
Κόκκινο φιλί, το ηλιοβασίλεµα κι εσύ.
Κι ένα χαµόγελο στην ψυχή.
Leave a Reply