Ξημέρωνε Παρασκευή, οι νότες ξεψυχούσαν κι ο cave μιλούσε για εκείνη.
Τελευταίο τσιγάρο και με τα ακουστικά στα αυτιά θα έτρεχε όσο πιο μακριά μπορούσε.
Εκεί έξω ο κόσμος τέντωνε νωχελικά την ύπαρξή του κι η θάλασσα ντυμένη στα μαύρα.
Λαθραία καράβια γεμάτα θάνατο την στοιχειώνουν και ο ουρανός γεμάτος φως, σαν δημοσιογράφος πάνω απ’ την πανωλεθρία.
Η γη να κοχλάζει κάτω από τα πόδια της και τα αυτοκίνητα αδηφάγα να προσπερνούν.
Πως να ζητάει ισορροπία σε έναν τόσο ανισόρροπο κόσμο;
Πως να ξεφύγει;
Κι έπειτα ένα μικρό παιδί κυνηγάει ένα μπαλόνι κι η θάλασσα γίνεται πάλι μπλε κι οι γλάροι ζωντανεύουν και τα φύλλα χορεύουν στο ρυθμό του βοριά κι εκείνη γυρίζει.
Γυρίζει στην φωτεινή πλευρά.
Θα αλλάξει ο κόσμος αρκεί να υπάρχουν παιδιά.
Και μπαλόνια.
Leave a Reply