«Ζούσε στη γυάλα της, παρατηρώντας τους υπόλοιπους να ζουν».
Χαρμολύπη. Δεν έπεσε ούτε ένα δάκρυ απ’ το γυαλό των ματιών της, δεν πονούσε, μουδιασμένη ήταν.
Παρακολουθούσε ένα μονόπρακτο να παίζεται μπροστά της, χιλιάδες κόσμος δίπλα της, μα ολομόναχη.
Μόνη ανάμεσα σε πολλούς, όχι δεν ήταν πρωτόγνωρο συναίσθημα.
Την είχαν χτενίσει και στολίσει σαν πρωταγωνίστρια, μα εκείνη άψυχη και ασάλευτη στο βαθύ της ύπνο, είχε αφήσει την ψυχή της λεύτερη, βούιζε καθώς πετάριζε γύρω τους και κάποιοι μπόρεσαν να δουν και να νιώσουν για τελευταία ίσως φορά το γέλιο της.
Γελούσε σπάνια και είχε το ύφος του ανθρώπου που γεννήθηκε γνωρίζοντάς τα όλα, αναμφίβολα ανέραστη και σφιχτή σε κάθε είδους οικειότητα, μεγάλωσε τη μικρή δύσκολα, καθώς ο πατέρας δε θέλησε να συνεχίσει τη ζωή του, προσπαθώντας να μετακινήσει έναν τοίχο.
Την αγαπούσε, αλλά όχι.
Η μικρή γεννήθηκε έναν αλλοπρόσαλλο Μάιο, που τα λουλούδια ερέθιζαν κάθε θλίψη με τη μυρωδιά τους κι ο δειλός ήλιος εξάγνιζε κάθε τι άσχημο μέχρι να το εξοντώσει το καλοκαίρι.
Ήταν ένα μικρό, ανέμελο κορίτσι που μεγάλωνε στη σκιά της, μιας και η μητέρα παραιτήθηκε νωρίς, πέφτοντας στην αλαλιά και την κατάθλιψη όταν συνειδητοποίησε όχι μόνο πως δεν τα ήξερε όλα, μα ότι κυρίως δεν ήξερε τον εαυτό της.
Κάθισε λοιπόν σε μια μπαμπού κουνιστή καρέκλα δίπλα από το παράθυρο και παρίστανε τη ζωντανή για χρόνια.
Πώς να ένιωθε τώρα πόνο όταν την είχε χάσει χρόνια πριν;
Πώς να πονέσει για κάτι που ποτέ δεν είχε;
Της έμεινε η κουνιστή καρέκλα, και μόλις γύρισε απ’ το τραγελαφικό έθιμο της φύτευσης του σώματος, χύθηκε κουνώντας ρυθμικά το σώμα της, το δωμάτιο ξάφνου πήρε τη μορφή της και το παράθυρο έμοιαζε με πύλη, πύλη γεμάτη φως.
Ζούσε στη γυάλα της, παρατηρώντας τους υπόλοιπους να ζουν.
Καμιά φορά έκλαιγε τις νύχτες και κάποιες άλλες ερχόταν βουβά στον ύπνο της και της χάιδευε τα μαλλιά.
Μικρή εκείνη τη νόμιζε για μάγισσα που ερχόταν να πάρει τη φωνή της σαν της μαμάς, τη μισούσε και προσευχόταν να φύγει.
Έτσι καμιά ανάμνησή της όμορφη.
Της φώναζε, ούρλιαζε ακουμπώντας το πρόσωπό της, δεν καταλάβαινε.
Τώρα έφυγε.
Έφυγε και το κουφάρι, αλαλιά είχε πει ο γιατρός και θλίψη.
Γέμισαν τα μάτια της θυμό και θλίψη, πήρε στα χέρια την κουνιστή πολυθρόνα και την έβγαλε στην αυλή, κοντά στην ευαίσθητή της γαρδένια.
Αναρωτήθηκε γιατί ποτέ πριν δε βρήκε τη δύναμη να την τραβήξει έξω, στο φως.
Η μικρή.
Η μικρή που γεννήθηκε μεγάλη.
Leave a Reply