Ήμουν εκεί.
Μπροστά τους, μπροστά σε όλη τη σκηνή.
Όλοι ψάχνουν κάπου να ξεσπάσουν, να βγάλουν τη χολή τους.
Της πήρε τη θέση, χωρίς δόλο και σχέδιο, απλά δεν είδε ότι ήταν πιασμένη, αφηρημένη προφανώς και κατάκοπη (μπορούσες να το διακρίνεις αυτό).
Η ελληνίδα καθήμενη πέταξε φλόγες απ’ τα μικρά της μάτια, σπρώχνοντας την κυρία (που μιλούσε σπαστά ελληνικά) ουρλιάζοντάς της: «ήρθατε στην χώρα μας να μας πάρετε τις θέσεις μας;». ΝΑ ΦΥΓΕΤΕ, είπε!
Δεν μίλησε… Σηκώθηκε ζητώντας συγγνώμη και κάθησε δίπλα μου.
Με χαμηλωμένο βλέμμα. Τρομοκρατημένη.
Της κράτησα το χέρι και επιτέθηκα στην αγενέστατη περσόνα πίσω μας, λεκτικά.
Είπα αυτά που πιστεύω, δεν θα τα αναλύσω εδώ, όμως έχω κάτι να πω.
Είμαστε άνθρωποι κι έχουμε θέσεις, διαθέσεις και οργή.
Μπορώ να καταλάβω τη δυσθυμία της εποχής, τα νεύρα, την κατήφεια.
Όμως δεν ανέχομαι τη δηλητηριώδη συμπεριφορά των φασιστοειδών, εκείνων που μισούν κάθε τι ξένο, που δεν σέβονται το μόχθο, την αξιοπρέπεια και την οντότητα των «άλλων» ανθρώπων.
Που μιάζονται, που μιάζουν, που μισούν και διατάζουν, που χλευάζουν και συντηρούν τη διχόνοια και την κατάρα που κυλάει στο αίμα μας. Το μίσος.
Κατέβηκα στην επόμενη στάση με την κυρία. Της κρατούσα ακόμα το χέρι και τα δάκρυά μας συγχρονίζονταν.
Ήταν το πιο ζεστό χέρι που κράτησα ποτέ.
Κάποιοι τσίκνιζαν, κάποιοι αιώνια τσικνισμένοι.
Leave a Reply