«Έλα, ρε, αφού με ξέρεις εμένα».
Ακούστηκε λίγο σαν ανέκδοτο αυτό και γέλασαν ταυτόχρονα, γιατί λίγο πριν του μιλούσε για το εσωτερικό ταξίδι της. Κανείς δεν θα μάθει ποιος είναι, αν δεν είναι καταρχήν.
Γι’ αυτό άφησέ με να είμαι ο εαυτός μου, του είπε, άφησέ με να σε αγκαλιάζω, να σε φιλάω και να με πιάνει υστερία όταν αργείς. Άφησέ με να τρώω τα υπολείμματα από το πιάτο σου και να εξαφανίζομαι στους βάλτους μου.
Όχι, ούτε εσύ ξέρεις ποια είμαι, ούτε εγώ και είναι τόσο όμορφο αυτό. Σκέψου πόσα έχουμε ακόμα να ανακαλύψουμε ο ένας για τον άλλον…
Σημείωνε πάντα με μολύβι ό,τι της προξενούσε ενδιαφέρον, τυλιγμένη στη μοχέρ πραγματικότητά της έμοιαζε να πυροδοτεί φωτιές στην έρημο του σπιτιού της. Μονολογούσε, μα θα του τα έλεγε όταν ερχόταν, αν ερχόταν ξανά μετά από τις τόσες μεταπτώσεις τους τον τελευταίο καιρό.
Είχε ήλιο και η γάτα σκαρφάλωνε στον καναπέ και ονειρευόταν αμμουδιές, τραγουδούσε γουργουρητά στο όγγιγμά της και γύριζε ταυτόχρονα να εκμεταλλευτεί το χάδι από κάθε σημείο του κορμιού της.
Η γάτα.
Γιατί όχι κι εγώ; Θα έβαφε τον τοίχο κίτρινο κι έπειτα θα έπινε τον καφέ της μονορούφι, γιατί υπήρχε κι αυτή η εκδοχή του εαυτού της, η κίτρινη με τον καφέ στα χείλη της να λερώνει τις λέξεις που προετοίμαζε.
Όμως όχι, δεν θα χρειαζόταν ποτέ ξανά πρόβα.
Όχι άλλες πρόβες ζωής, ακούς;
Αυτή τη φορά θα ζήσω – και θα ζήσω μέσα από τους απέραντους εαυτούς μου.
Κι αν αγαπήσεις κάποιον, μείνε.
Αλλιώς άφησέ με.
Άφησέ με, ακούς;
Να είμαι οι εαυτοί μου.
Να μην είμαι μια πρόβα.
Ούτε ρόλος.
Να είμαι το χειροκρότημα.
Leave a Reply