Μύριζε κανέλα και πορτοκάλι και οι δρόμοι φορούσαν τα καλά τους, οι άνθρωποι περιφέρονταν στις αγορές και προσποιούνταν πως για μια μέρα δεν θα τους έλειπε τίποτα.
Τα δέντρα φορούσαν πλεκτά και κάποια χαρτόκουτα ήταν στολισμένα, ένα γράμμα στον άγιο ξεχασμένο στην άκρη του δρόμου και τα παιδιά με τα τρίγωνα στα χέρια.
Δεν θα είμαι κατσούφα, θα βάλω τα δυνατά μου και δεν θα τους χαλάσω τη μέρα, σκέφθηκα και ένα γκυ γέμισε ζουμερά φιλιά το μυαλό μου.
Συνειρμοί και τυχαίες σκέψεις, μαγεία θα έλεγες εσύ κι εκείνη θα σου χάιδευε το μέτωπο. Όταν έφτασα η γιαγιά δεν ήταν η γιαγιά πια με ένα αποσβολωμένο βλέμμα στο χρόνο, η γιαγιά που ξεφούρνιζε άλλοτε τόνους μελομακάρονων και πασπάλιζε άχνη ζάχαρη στις ιστορίες που μας εξιστορούσε. Τώρα ήθελε να ακούσει τις δικές μου ιστορίες τρόμου, τα δικά μου παραμύθια…
Αφού φορέσαμε τα καλά μας και χτενίσαμε τα μαλλιά μας, θυμηθήκαμε τα Χριστούγεννα και τον παππού με την κιθάρα, τη μαρμελάδα σύκο και το δόντι που έχασα όταν έπεσα απ’ το δέντρο στην πλατεία.
Μετά αποκοιμήθηκε και έμεινα στην καρέκλα να μη χορταίνω να μικραίνω ολοένα και πιο πολύ μπροστά της, να γίνομαι μικροσκοπική με πόδια που δεν πατούν στο έδαφος, με μαρμελάδα σύκο στα μάγουλα και να ξημερώνει Χριστούγεννα.
Να ξεφουρνίζεις ιστορίες και μελομακάρονα.
Να φοβάμαι τους καλικάντζαρους και να βάζω στάχτη στις γωνιές του σπιτιού.
Να γεμίζει το στόμα μου όταν σε φωνάζω, γιαγιά!
Και εσύ να φωνάζεις «μη εκεί» και να τρέχεις να με γλιτώσεις απ’ τα δεινά του κόσμου.
Να σε φιλάω στη μύτη και να γελάς δυνατά.
Ξέρω πως εκεί που είμαι ήσουν κι εκεί που είσαι θα έρθω, μα ειλικρινά δεν θα υπήρχαν Χριστούγεννα αν δεν ήσουν εδώ.
Κι όπου κι αν πας θα πάρεις και τα Χριστούγεννα μαζί σου.
Και ήρθα.
Και ήρθες κι εσύ, έστω για ένα απόγευμα.
Leave a Reply