Δυο δυο τα σκαλιά.
Άγουρα ξυπνήματα αισθήσεων λιγοψυχούν στο βλέμμα της.
Δεν ήξερε αν ξέρει κι αν θα μάθει τελικά όμως προσπαθούσε.
Στα γόνατα οι πληγές ακόμα να κλείσουν.
Είχαν πει αν παντρευτείς θα γιάνει.
Δεν εγιανε.
Μέσα της κόσμοι κολυμπούσαν στα άδυτα και πνίγονταν οι λέξεις στο στόμα της.
Ήξερε μόνο να γράφει και να να χαμογελάει κι ας επέπλεε από μια ακόμη καταστροφή.
Ήθελε να θέλει.
Δυνατή φωνή να μάχεται να αποδείξει πως είναι αλώβητη.
Μα τόσο ευθραστη συγχρόνως.
Να σπάζει κάθε φορά που θυμόταν πως είναι να θέλει.
Πως είναι να αναπνεεει με σιγουριά.
Όπως τότε που μια αγκαλιά συνέδεσε μέσα της τα πάντα.
Και στα αλήθεια λειτούργησε.
Δυο δυο τα σκαλιά.
Κι ένα ξεχασμένο τραγούδι ναστολιζει τα χείλη.
Leave a Reply