Κρυωνα, κρυωνα ως το κοκκαλο και πεινουσα,διαολεμενα πεινουσα,για εσενα.
Δεν εμαθα ποτε πως να χορταινω απτους ανθρωπους που αγαπησα ,ποτε δεν μου ηταν αρκετος ο χωρος και ο χρονος.
Σαν κουρσες σε λουνα παρκ οι στιγμες,εμεναν μαρκες στα χερια που ποτε μου δεν επαιξα.
Μοναχα εδω σε ετουτη την πολη ενιωσα ξανα μερος του παιχνιδιου,ειναι και αυτα τα φωτα απο ψηλα και οι βολτες με το αυτοκινητο, να ενωνουν οι φωνες με την τεντουρα και η αλμυρα στο στομα να ξεβραζει μνημες και να φερνει δακρυα στα ματια.
Τοτε που μεσα στο πληθος ενιωθα ολομοναχη και οταν κοιταξα απτην ξυλινη εξεδρα το ηλιοβασιλεμα συναντησα τα ματια σου.
Μετα μονο ανατολες μου χαριζες και εδυα στην αγκαλια σου.
Για λιγο.
Απο εδω εως εκει ισως για μια στιγμη,μετα αγαπουσες μιαν αλλη.
Και μου στερησες τα ματια σου,τα πρωινα που συγχρονισμενοι ξυπνουσαμε χαραματα πεφτωντας ολο και πιο πολυ ο ενας μεστον αλλο και υστερα ελληνικος καφες και αγκαλια στο μπαλκονι,θυμασαι?
Μετα γραμματα και κλαμματα ,δεν ειμαι για σενα και αλλα τετοια επικηδεια και επικινδυνα.
Γυναικα σταθμος ,ελεγες.
Τους μαγκες τους πατησε το τραινο λεω εγω.
Leave a Reply