Το κοιτουσε για μερες ισως και καποιες νυχτες κρατωντας ενα μεγαλο στρογγυλο ποτηρι φουσκα , μισογεματο απο κατακοκκινο κρασι.
Μεσα στις διαφανες μπουρμπουληθρες του φαινοταν γαληνιο, ομως ηταν ευτυχισμενο?
Αυτος ο περιορισμος παντα την τρελαινε, δεν μπορουσε να μπει στην ψυχολογια του οχλου που διαλεγε ενα κατοικιδιο για να διασκεδαζει ταλαιπωροντας το μεσα σε κλουβι.
Ενταξει δεν ηταν κλουβι , ηταν μια χρυση φυλακη που αντανακλουσε στη διαφανη στρογγυλη του γυαλα , λαμπυριζε και στολιζε το δωματιο με σκιες ,χρωματιστες και ηχους λεπτεπιλεπτους, ζεν θα λεγε κανεις μα εκεινη το λυποταν.
Της το χαρισε εκεινος στα γενεθλια της τον μαιο εκεινο πριν προλαβει να χορτασει το καλοκαιρι , τον εχασε για παντα σε ενα αυτοκινιτιστικο δυστυχημα, μια κληση αργοτερα , ενα λυπαμαι ξερο και εκεινη στο πατωμα, ολεθρος.
Της ηταν δυσκολο να το αποχωριστει , δυσκολο επισης να συμβιωνει μαζι του μιας και ηταν το τελευταιο δωρο εκεινου του αντρα που θεωρουσε ανυπερβλητο, δικο της, ψηλος και αγερωχος με μια παιδιαστικη χαρα παντα την ξεσηκωνε απο την βαρεμαρα της ,δινοντας συνεχεια κινητρα , ηταν πολυ ευτυχισμενοι μαζικαι τωρα εκεινη το κρασι και το χρυσοψαρο.
Καμμια φορα αντιδρουσε στον ηχο της, ψυχροαιμα θα πεις κιομως ειχε εξοικειωθει με την εικονα της ετσι καθε φορα που εμπαινε στο σπιτι εστρεφε το κουρασμενο βλεμμα της στην γυαλα και εκεινο κουνουσε την ουρα σαν να χορευε.
Ειχαν συμπαθησει ο ενας τον αλλον η ακομα καλυτερα ειχαν εξημερωσει ο ενας τον αλλον, αλλωστε ηταν ο μοναδικος ζωντανος οργανισμος που δεχοταν εδω και αρκετο καιρο, δεν μιλουσε , δεν ειχε εκεινο το βλεμμα λυπησης ουτε κοινοτυπες εκφρασεις του τυπου” η ζωη συνεχιζεται”.
Σαφως και συνεχιζεται η ζωη, μονο που μοιαζει σαν να ξεκιναει απο την αρχη, σαν νεογεννητο ενιωθε που ολα για πρωτη φορα τα κατακτουσε, πενθησε αρκετα μα καποια στιγμη συνειδητοποιησε πως πεθαινουν πραγματικα εκεινοι που ξεχναμε, δεν τον ξεχασε στιγμη, αναπολουσε την ζωη που ειχαν, τα ταξιδια που μοιραστηκαν και χαμογελουσε, δεν ειχε θλιψη μεσα της , οχι.
Ειχε μια απεραντη αγαπη για εκεινον, ενιωθε τυχερη που μοιραστηκε μαζι του το μισο σχεδον της ζωης της, θα μπορουσε να μην τον ειχε γνωρισει ποτε αλλωστε.
Τους ζωντανους δεν αντεχε, η μαλλον εκεινους που νομιζαν πως ειναι ζωντανοι, υποκρινονταν πως ζουσαν, υποκρινονταν πως ενιωθαν ,υποκρινονταν πως καταλαβαιναν, ακομα και οι δικοι της, η οικογενεια της προσποιουνταν πως τιποτα δεν ειχε συμβει, επρεπε σαν καταρα να ξεχαστει το γεγονος και την παροτρυναν να παρει μερος στο παιχνιδι τους, δεν επαιξε ποτε μαζι τους.
Προτιμησε να γνωρισει νεο κοσμο, να μπουν νεοι ανθρωποι στην ζωη της που εχουν συμβιβαστει με τον πονο και τις εξελιξεις που μπορει να φερει η ζωη, ανθρωπους που περασαν δυσκολα μα το ξεπερασαν και προχωρησαν με ενα μικρο σημαδακι στο υψος της καρδιας , σαν τελιτσα στο απειρο.
Ελευθερη και γεματη χαρα για την ζωη , αλλαξε ροτα, απεκτησε νεα ενδιαφεροντα και τις κυριακες κλεισμενη στην δημοτικη βιβλιοθηκη ρουφουσε τα βιβλια , καθε φορα διαφορετικος ρολος, καθε φορα διαφορετικη ζωη.
Αλλαξε ο τροπος που κοιτουσε το χρυσοψαρο, το αγαπησε σταδιακα και αβιαστα χωρις πρεπει και συνδεσεις μεταφυσικες, ηταν αλλη μια ψυχη που σωπαινε και ειχε ερθει το πληρωμα του χρονου, θα το ελευθερωνε για παντα σε μια λιμνη κοντα στο χωριο της μητερας της οταν για μια στιγμη λιγο πριν χαθει στο ρευμα , ενιωσε πως γυρισε πισω του και την κοιταξε..
Ειχε ερθει η ωρα και για τους δυο τους να σπασουν την σιωπη τους και την αορατη κλωστη που τους εδενε, ειχε ερθει η ωρα καθενας να βρει τον δρομο του..
Leave a Reply