Ξέχασες προφανώς.
Μόνο αυτό έγραφε το σημείωμα επάνω στο λευκό τραπέζι που του είχε ζητήσει να τρίψει με γυαλόχαρτο και να του δώσει ζωή.
Γιατί η προηγούμενη ζωή του τραπεζιού ήταν τραυματική, το είχαν χτυπήσει χέρια, δεν υπήρχε φαγητό επάνω του και την τελευταία φορά βρέθηκε στα σκουπίδια μισοτσακισμένο, μα εκείνη ξυπόλητη, μέσα στη βροχή, με δάκρυα ποτάμια, το έσωσε.
Το έσυρε ως την άκρη του δρόμου και μόλις εξαντλήθηκε, ξάπλωσε κάτω από το τραπέζι για να προφυλαχθεί από τη βροχή και αποκοιμήθηκε…
Ξύπνησε σε μια καινούρια ζωή, με καινούριους φίλους, ταυτότητα και σπιτικό.
Είπε ψέμματα σε όλους. Όχι σκόπιμα.
Ήθελε να πεθάνει τότε βλέπεις και να γεννηθεί ξανά.
Δεν πέθανε.
Απλά εξόντωσε τον παλιό εαυτό της και γέννησε έναν καινούριο.
Το όνομά της Ελευθερία, έτσι συστηνόταν και ειλικρινά της πήρε καιρό να το συνηθίσει, μα στο άκουσμα του ονόματος ένιωθε ένα ελαφρύ αεράκι στο πρόσωπό της και στα μέσα της.
Την ερωτεύτηκε όταν πίσω απ’ το σοκάκι, στο καταπράσινο πάρκο, την άκουσε να ξελογιάζει με το τραγούδι της τη μέρα, κοκκινίζοντας μπροστά της ο ήλιος.
Το μόνο πράγμα που του είπε ποτέ για το παρελθόν της, ήταν εκείνο το τραπεζάκι, τον εκλιπαρούσε με μάτια από φωτιά να το ζωντανέψει, να σβήσει από πάνω του τον πόνο έλεγε, δεν καταλάβαινε εκείνος, μα του το ζητούσε ολόκληρη και έτσι και έκανε.
Το έτριψε και το έβαψε κατάλευκο, το στόλισε γυαλίζοντας το με διάφανο βερνίκι και το σπασμένο πόδι αντικαταστάθηκε με ένα ολοκαίνουριο ξύλινο.
Η Ελευθερία και το τραπέζι της που ξαναγεννήθηκαν.
Δεν ήταν πια ξύλινοι, είχαν κι οι δύο ζωή.
Τον αγάπησε πολύ, μα δεν του μίλησε ποτέ για το παρελθόν, έλεγε, είμαι η Ελευθερία που γεννήθηκα σε ένα λιβάδι στα 39 μου χρόνια, ανακάλυψα τη ζωή στον πλανήτη γη και η αγάπη με βρήκε με ένα τραπέζι και ένα ζευγάρι παπούτσια που με οδήγησαν ως εδώ.
Είμαι η Ελευθερία και είμαι λεύτερη.
Ελευθερία.
Δεν ξέχασε λοιπόν, θυμάται.
Κι όταν θυμάσαι, υπάρχουν και μέρες που δεν θέλεις να θυμάσαι γι’ αυτό φτιάξε μου συρταράκι στο τραπέζι τού έγραψε… για τις μέρες εκείνες…
Δεν θα ξεχάσω ποτέ.
Leave a Reply