Παραξενη ησυχια.
Δεν ηξερε αν αντεχε τις φωνες και τα γελια που ξεβραζε η θαλασσα, αν αντεχε να πεθαινει οταν αλλοι ζουσαν.
Καλοκαιρι.
Μεσα της κρυο και σκοταδενια μονοπατια με εκατομυρια αστερια.
Περπατησε μπροστα του φορωντας το παρεο της στον ωμο , περπατουσε και πισω της μετρουσε βηματα.
Καταχλωμη και τρομαγμενη εγνεψε να στριψει.
Αδολη ησυχια και μυστικα μονοπατια.
Απλωσε το χερι της και εκρυψε το δικο του μεσα της, πλησιασε κοντα του και εκλεισε τα ματια.
Τα εκκωφαντικα του δακρυα ξεπλυναν τις πληγες τις, μαρτυρουσαν ενα αντιο που δεν ξεστομισαν.
Τον εσφιγγε σαν τελευταια ευχη και οταν το σκοταδι εκπυρσοκροτησε μεσα τους , εγιναν φως.
Φως αλλιωτικο, καταλευκο με λιγο μωβ σαν θλιψη φθινοπωρινη.
Κι ολα αυτα μεσα στο καλοκαιρι.
Καλοκαιρι και εκεινος χειμωνας.
θα εφευγε βιαστικα εκεινος αυτη την φορα πριν προλαβει να χορτασει τα ματια, θα εφευγε για παντα αυτη την φορα, να γλιτωσει τα σκοταδια.
Κι επειτα περπατουσε μοναχη ,
περπατουσε χωρις βηματα,
περπατουσε μονη.
Leave a Reply