Ώρες µέσα στο παλιό λεωφορείο για το γραφικό χωριουδάκι και τους γραφικούς συγγενείς µε τις πλαστικές καρέκλες στον πεζόδροµο και τις ξύλινες ερωτήσεις τους.
Είχε φύγει µόλις τελείωσε το σχολείο και δεν γύρισε παρά µόνο όταν έχασαν την µητέρα.
Είχαν όλα αλλάξει, οι επιδοτήσεις κατάφεραν να εξαφανίσουν τα καπνά και να γεµίσουν τους χωµατόδροµους µερσεντικά και παχυλές καρικατούρες ανθρωπακίων µε σκαµµένα πρόσωπα.
Η ανάπτυξη έκλεισε το παλιό σχολείο και δίπλα στην εγκαταλειµένη θύµηση της παιδικής του ηλικίας έστεκε ένα έκτρωµα κακογουστιάς και η χλίδα σαν γλίτσα είχε γίνει σκοπός της ζωής τον χωριανών.
Το καφενεδάκι πούλαγε φρεντοτσίνο και διέθετε wi-fi, ενώ λίγο πιο κάτω, στο παλιό πηγάδι που η µάνα κουβαλούσε νερό και ξέπλενε τις ζαβολιές τους, είχε ανοίξει πια ένα φρόζεν -ο Θεός να το κάνει- γιόγκαρτ.
Το παράξενο είναι πως τίποτα δεν θύµιζε το παλιό γραφικό χωριό και οι πλαστικές καρέκλες αντικαταστάθηκαν από περίτεχνα φωτάκια συναγερµών.
Είχε ανάγκη να χαθεί στην οµορφιά του κεδρόδασους, να συνοµιλήσει µε αγνούς αυθεντικούς ανθρώπους, ήταν πεπεισµένος να ανεχτεί ακόµα και τις ξύλινες ερωτήσεις των λοιπών συγγενών κυρίως να φέρει στο νου τη µάνα και τη ζεστή µατιά της, το ζεστό ψωµί στον ξυλόφουρνο και τη µεθυστική µυρωδιά των καπνών στην αυλή.
Να ξεφύγει για λίγο από το νέφος, τις πορείες και τα maalox, όλη την αδικία γύρω του, την ανεργία και τη θλίψη που ήταν µόνιµος κάτοικος των µατιών του. Να νιώσει.
Ο πατέρας.
Ήταν απο εκείνους τους µπαµπάδες που σε πετούσαν ψηλά στον αέρα και ήσουν σίγουρος πως δεν θα κατέβεις ποτέ από τα σύννεφα.
Το ίδιο συναίσθηµα κάθε φορά που τον αντίκρυζε, µια µικρή απογείωση µέσα του, ένα ταξίδι µαγικό.
Σταθερός, στοιβαρός, λιγοµίλητος συνάµα ο πιο συγκαταβατικός και συνειδητοποιηµένος πατέρας του κόσµου όλου.
Κουβέντες, λίγο τσίπουρο, µια βόλτα στο δάσος και πεζοπορία µέχρι τη θάλασσα ήταν αρκετά για να αναπνεύσει η ψυχή του.
Και η µάνα στο περβόλι µε το µαντήλι της να µυρίζει λεβάντα…
Όλα άλλαξαν, όχι όµως οι αναµνήσεις του, ουσιαστικά ούτε εκείνος ιδιαίτερα. Μονάχα που του έλειπε το χωριό του.
Ούτε εδώ θα έβρισκε καταφύγιο τελικά.
Θα γύριζε να πολεµήσει για τα ιδανικά του, τα όνειρά του και το χωριό που έσβηνε απ’ το χάρτη βουλιάζοντας στην ψευδαίσθηση πως εξελίσσεται.
Θα γύριζε πάντα στο παιδί µε τα γδαρµένα γόνατα, το σχολείο µε τα σπασµένα παράθυρα από τις σφεντόνες τους και τα πετάγµατα του πατέρα, την αγκαλιά της µάνας και τα τραγούδια στη γειτονιά.
Θα γύριζε το κεφάλι στην απανθρωπιά του ανθρώπου.
Θα γύριζε στον εαυτό του.
Leave a Reply