Την οδήγησε σε ένα μαγικό μέρος γεμάτο φως.
Φως που τρόμαξε τα σκοτάδια της και έβγαιναν από το στόμα της σαν κραυγές.
Όσα ονειρεύτηκε είχαν ξυπνήσει μπροστά της και σαν παιδιά που τρίβουν τα ματιά άρχισε να παίζει την ζωή της σαν νότες.
Το κοριτσάκι που χόρευε κλεισμένο στο κουτί του στο γκρι δωμάτιο απελευθερώθηκε.
Τα ποδιά της πονούσαν από τις αλυσίδες κι εκείνος την έβαλε να περπατάει στην ζεστή άμμο, της έδειξε τα καλοκαίρια και τα δειλινά, άναψε φωτιά στην παράλια και της χάρισε λουλούδια.
Όμως το κορίτσι δεν είχε φωνή.
Δεν είχε ματιά ούτε χεριά, φοβόταν και κρύωνε.
Για κάθε της χαρά γεννιόταν φόβος και όσο κι αν εκείνος την έπειθε να πετάξει τα ποδιά της πληγωμένα καρφώνονταν στην γη.
Της έγραψε τραγούδια και στα ματιά του σημάδεψε ένα της γέλιο.
Ενώθηκαν μεστά άγρια κυμματα και έσκισαν τις σάρκες τους να γίνουν ένα.
Τα δάκρυα τους ενώθηκαν και τους έπνιξαν.
Και σε μια ανατολή είπαν πικρά λογία.
Την κοιτούσε καθώς έφευγε αφού ξενύχτησε στα ποδιά της.
Ήξερε πως θα κρατούσε αιωνία η απουσία της. θα κρατούσε αιωνία η θλίψη τους.
Πως να ενώσεις τον ήλιο με το μακρινό το αστέρι;
Τα σκοτάδια γύρισαν και την έψαχναν και αφού κρύφτηκε στο φως των αναμνήσεων της, την βρήκαν πάλι.
Tο κορίτσι κρύφτηκε στο κουτί και κάθε φορά που κάποιος κούρδιζε το κουτί την έβλεπε να κλαίει και το έκλεινε ξανά και ξανά μέχρι που η κοπέλα κλειδώθηκε για πάντα.
Leave a Reply