Σαν κυριακη ακουστηκε η υποσχεση , σαν μια κυριακη που περιμενεις να ξαποστασεις.
Θα σε μαθω γραμματα για να μην μπορει κανεις να σε κοροιδεψει, θα σου φερω και νοτες να ξορκισουν τους εφιαλτες.
Νερο θελω,εχεις? Ματια ξερακιανα μολις δεκα χρονω ηταν δεν ηταν και εμοιαζε με σοφη υπερηλικα.
Ειχε ερθει κι αυτη με τον σκυλοπνιχτη μαζι με κατι αλλους που δεν γνωριζε,η μητερα δεν πηγε στο λιμανι εκεινη την μερα την ακουγε να κλαιει πισω απτην κλειστη πορτα και ο πατερας της ψιθυριζε στο αυτι,ειναι για το καλο σου,το καλο σου..
Το καλο μου το συναντησα σε μια διασταυρωση συγχρονο κοριτσακι με τα σπιρτα,αγαπη με την πρωτη ματια ,πλησιασε τοσο κοντα που λες και εκανε βουτια μεσα μου.
Δεν εχει γυρισμο η αγαπη αν σε μπλεξει στα διχτυα της κοιμασαι και ξυπνας με το μαραζι της.
Μετα καθε μερα δρομολογιο , πειναει ,διψαει ,φοβαμαι κι αλλα τετοια μεχρι να φανει.
Το κοριτσακι με τα σπιρτα.
Με ρωτησε καποτε αν μπορω να την παρω σπιτι και την πηρα αμεσως σαν να περιμενα στην εκινηση ξεκινησα να τρεχω κρατωντας την στην αγκαλια μου.
Υπαρχουν αδεσποτες ψυχες που μολις τραφουν και πλυνουν την ψυχη τους για λιγο στο καθαριο νερο φευγουν ευγνωμονες ,ανηκουν στον δρομο λες σαν να ζουσαν εκει απο παντα..
Ετσι και η μαρια μου ,η δικη μου μαρια που ενιωθε τυχερη που μπορουσε να δει τον ουρανο τις νυχτες,περπατουσε ξυπολητη και αψηφουσε τα φωτα γιατι γεννηθηκε στο σκοταδι, προσευχοταν να ξαναδει τους δικους της και εκανε το σαγαπω να σου ραγιζει την καρδια, να ξεχνας τι σημαινει πεινα, πονος η διψα.
Να ντρεπεσαι που κοιμασαι στα ζεστα και τα ματια σου να αρνιουνται να αλλαξουν εικονα κολλημενα πανω της.
Να κοιταζεις το παιδι σου να τρωει και να σπαραζει το μεσα σου για ολα τα παιδια του κοσμου που δεν ειχαν την τυχη του.
Να θελεις να αδειασεις τον ηλιο επανω της και να κανεις τον ουρανο κουβερτα να την τυλιγει τις νυχτες που αποκοιμιεται στο παλιο λιμανι.
Αδικη η ζωη φιλε μου , αδικη και λιγη.
Η μαρια η δικη μου μαρια δεν συχναζει πια σε δρομους, χαθηκε φιλε μου σαν αστερι που πεφτει, ποιος ξερει η μοιρα τι της επιφυλασει ,εψαξα ,εφαγα ολη την πολη καθε γωνια της ,ρωτησα κανεις δεν ηξερε φιλε μου κι εγω δειλιασα,επρεπε να την κρατησω για παντα, να κανω αυτο η εκεινο δεν ξερω, να πεταξω τα σπιρτα στην σαπια κοινωνια και να της βαλω φωτια να ζεσταθουν ολοι εκεινοι που ζουν εκει εξω,αναμεσα μας, αυτοι που αποφευγουμε με τροπο,τα παιδια μας.
Ειναι κατι μερες σαν κι αυτη που ψαχνω μεσα μου να θυμηθω το γελιο της και ευχομαι να ναι καπου ζεστα.
Αν εσυ αντικρυσεις ποτε το κοριτσι με τα σπιρτα και ακουει στο ονομα μαρια, γραψε μου πως ειναι καλα..
Δες και μόνη σου.
"σε μισό μόλις μέτρο νερό"
εκεί να ψάξεις…
Το θυμόμουν κάτι σαν προμήνυμα… πότε λοιπόν;
Δεν ξέρω αν το έστειλε σ' εκείνον, όμως εγώ το έλαβα.
Ίσως είπα το έντυσε ο φόβος… ο δικός μου.
Είπα του Ξεχνή, δε με γελάς θα το ψάξω αύριο… αύριο…
Τόψαξα σήμερα… δεν το βρήκα. Το πήρε ο χρόνος,
μπορεί να το μάζεψε κι η ίδια αφού είχε πια στεγνώσει.
Η πάλι θα 'ταν απλά μια δική μου ανάμνηση…
Μια μέρα Ξεχνή θα σκοτώσω κάποιον.
Εσένα, κάποιον απ' τ' αδέλφια σου, η κάποιον άλλο…
όμως όχι για την ώρα… όχι ακόμα…
Το θυμόμουν κάτι σαν προμήνυμα… πότε λοιπόν;
Δεν ξέρω αν το έστειλε σ' εκείνον, όμως εγώ το έλαβα.
Ίσως είπα το έντυσε ο φόβος… ο δικός μου.
Είπα του Ξεχνή, δε με γελάς θα το ψάξω αύριο… αύριο…
Τόψαξα σήμερα… δεν το βρήκα. Το πήρε ο χρόνος,
μπορεί να το μάζεψε κι η ίδια αφού είχε πια στεγνώσει.
Η πάλι θα 'ταν απλά μια δική μου ανάμνηση…
Μια μέρα Ξεχνή θα σκοτώσω κάποιον.
Εσένα, κάποιον απ' τ' αδέλφια σου, η κάποιον άλλο…
όμως όχι για την ώρα… όχι ακόμα…